........................................
Τυπικά ο Τρικούπης όφειλε να υποβάλει την παραίτηση του.
Δεν το έκανε, διότι στόχευε να επιβάλει,
με τον λόγο του Θρόνου, τη «δεδηλωμένη». Και το πέτυχε. Στις 11 Αυγούστου 1875, ο βασιλιάς Γεώργιος Α', ανοίγοντας τις εργασίες
της πρώτης Βουλής, που εξάντλησε την τετραετία, τόνιζε: «Απαιτώ ως απαραίτητον
προσόν των καλουμένων παρ' εμού εις την
Κυβέρνησιν του τόπου την δεδηλωμένην προς αυτούς εμπιστοσύνην των αντιπροσώπων του Έθνους, απεκδέχομαι, ίνα η Βουλή καθιστά εφικτήν
την ύπαρξιν του προσόντος τούτου, ου
άνευ αποβαίνει αδύνατος η εναρμόνιος λειτουργία του πολιτεύματος».
Μια αποδοχή
που ανέτρεπε τα μέχρι τότε δεδομένα και που όριζε την αρχή μιας νέας περιόδου για
την κοινοβουλευτική ζωή της χώρας. Μιας περιόδου που μετά από ένα μεταβατικό
διάστημα κατά τη διάρκεια του οποίου ήλθε το τέλος των προσωποπαγών πολιτικών
κομμάτων, το οποίο συνδυάστηκε με το πολιτικό αλλά και φυσικό τέλος πολλών εκ των
αρχηγών τους σφραγίστηκε από το πρώτο δικομματικό πολιτικό σύστημα που θα έφερνε
αντιμέτωπους τον Χαρ. Τρικούπη και τον Θ. Δηλιγιάννη.
Με βάση την αρχή της «δεδηλωμένης», οι κυβερνήσεις θα
εξαρτώνταν πλέον από την πλειοψηφία της Βουλής και όχι από
την εύνοια του βασιλιά. Συνεπώς και το δικαίωμα διάλυσης της Βουλής θα είχε μόνο η πλειοψηφία του Σώματος. Στην πορεία,
όμως, θα αλλοιωθεί η έννοια της
«δεδηλωμένης».
Οι
φιλοβασιλικοί αντέδρασαν έντονα κατά της «δεδηλωμένης», διότι περιορίζονταν οι
αυθαιρεσίες
του Στέμματος. Ιδιαίτερα επικριτικός ο διακεκριμένος δημοσιογράφος Αλέξανδρος Βυζάντιος
από τις στήλες της εφημερίδας Νέα Ημέρα της Τεργέστης. Θα συνεχίσει την πολεμική του κατά
του Τρικούπη για τον «βασιλικό λόγο». Θα τον χαρακτηρίσει «δημοσιογράφο πρωθυπουργό» με
αφορμή το γνωστό άρθρο «Τις πταίει;» και θα γράψει ότι «αυτού του είδους» οι πολιτικοί
«λαμβάνουσι τον κάλαμον λησμονούντες ότι πρόκειται να γράψωσι λέξεις, ας μέλλει
να εκφωνήσει ως ιδίας, και αντί βασιλικού λόγου, έχομεν άρθρον των Καιρών».
Η
μετοχή παρατατικού «δεδηλωμένη» σήμαινε ότι η πλειοψηφία της Βουλής έπρεπε να
έχει δηλώσει την εμπιστοσύνη της, πριν ο βασιλιάς
δώσει την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης. Η έννοια
αυτή προέκυπτε και από τον λόγο του Θρόνου: «Εις την εκπλήρωσιν του καθήκοντος τούτου προσδοκώ -τόνιζε ο βασιλιάς- ότι θα είνε έτοιμη η
Βουλή ευθύς επί τω καταρτισμώ αυτής, όπως
δυνηθώ ν' ανεύρω ανυπερθέτως εν τη γνώμη γνησίου κοινοβουλίου οδhγίαν
ασφαλή περί τον καταρτισμόν και την πορείαν συνταγματικής κυβερνήσεως». Η
διαπίστωση της
πλειοψηφίας, την περίοδο εκείνη, κρινόταν κατά την εκλογή Προέδρου του Σώματος.
Σύνηθες το φαινόμενο να θέτουν υποψηφιότητα οι
αρχηγοί των κομμάτων. Εκείνος που αποσπούσε
την πλειοψηφία λάμβανε και τπν εντολή σχηματισμού κυβέρνησης.
Στην πορεία θα ανέκυπταν προβλήματα από την
απόλυτη εφαρμογή της «δεδηλωμένης». Ακόμη κι ο Τρικούπης θα «βάλει νερό στο κρασί του»... Ο
Χέρινγκ σημειώνει πως «η ελαστική ερμηνεία της αρχής της δεδηλωμένης, στην οποία κατέληξε ο
Τρικούπης παρά τις αρχικά απόλυτες απόψεις του, διαφέρει ριζικά από τη θέση πολιτικών
μικρών κομμάτων και ορισμένων ανεξάρτητων, οι οποίοι και μετά το 1875 απέρριπταν το
κοινοβουλευτικό σύστημα διακυβέρνησης και υποστήριζαν την αυστηρή διάκριση των
εξουσιών με την έννοια που της είχε ρητά δώσει ο Δεληγεώργης: όποιος δεν είχε ελπίδα να αποκτήσει
κάποτε κοινοβουλευτική πλειοψηφία ήταν εύλογο να επικαλείται τπν τυπικά
απεριόριστη ελευθερία του βασιλιά να αποφασίζει, ελευθερία που περιοριζόταν
μόνο από το ότι η κυβέρνηση χρειαζόταν την έγκριση της Βουλής για τον
προϋπολογισμό και τους νόμους. Έτσι, το 1893, ο Ευταξίας αναφέρθηκε ρητά στον
Δεληγεώργη, υποστηρίζοντας τον σχηματισμό κυβέρνησης από κομματίδιο στο οποίο
ανήκε και
ο ίδιος και, όπως το μεγάλο του πρότυπο, δεν θεώρησε αναγκαίο να παρουσιαστεί η
νέα κυβέρνηση
αμέσως στη βουλή. Όλα αυτά, είπε, ήταν νεοτερισιακές και επαναστατικές απόψεις.
Όσοι
όμως αναφέρονταν με αυτό το νόημα στον βασιλιά ως τον επικεφαλής της
εκτελεστικής εξουσίας,
όπως ο Ευταξίας, υποστήριζαν ανοιχτά ή συγκαλυμμένα ότι ο βασιλιάς θα διεύθυνε τουλάχιστον
στις βασικές της γραμμές την πρακτική πολιτική -διαφορετικά για ποιο λόγο να
μπορούσε να σχηματίζει κυβερνήσεις χωρίς να υπολογίζει την κοινοβουλευτική
πλειοψηφία».
Το
πρώτο και σημαντικότερο ρήγμα στην απόλυτη εφαρμογή της «δεδηλωμένης» αφορούσε το δικαίωμα διάλυσης της Βουλής. Πρώτος
άνοιξε το θέμα ο αντίπαλος του Τρικούπη, Θεόδωρος Δηλιγιάννης. Υποστήριξε ότι
ο βασιλιάς θα έπρεπε να έχει το δικαίωμα ανάθεσης της διάλυσης της
Βουλής είτε στο σχετικώς πλειοψηφούν κόμμα είτε εις «άχρουν υπουργείον»
(κυβέρνηση). Το επιχείρημα του ήταν ότι ο περιορισμός του δικαιώματος διάλυσης τπς Βουλής στην πλειοψηφία θα οδηγούσε σε
«κοινοβουλευτικήν τυρρανίαν».
Ο Ελευθέριος
Βενιζέλος θα υποστηρίζει το 1915: «Είμαι εχθρός της δεδηλωμένης και
αναγνωρίζω εις το Στέμμα το απόλυτον δικαίωμα να εκλεξη νέαν κυβέρνηση, αλλ' αναγκαίον
επακολούθημα του σχηματισμού κυβερνήσεως μη στηριζομένης επί της
δεδηλωμένης ψήφου της Βουλής, είναι η διάλυσις αυτής». Επίσης, ο Γ. Θεοτόκης θεωρούσε τη
δεδηλωμένη «ως μίαν λέξην ήτις δεν λέγει τίποτε». Ο συνταγματολόγος Ν. Σαρίπολος
υποστήριζε ότι «δεν αντιβαίνει προς την αρχήν της δεδηλωμένης η διάλυσις της
βουλής παρ' αχρόου κυβερνήσεως».
Ο αρχηγός της Ένωσης Κέντρου, Γεώργιος Παπανδρέου, θα
δηλώσει στη Βουλή, στις 10 Μαΐου
1963: «Ακόμη κι όταν πρόκειται περί νομίμου Βουλής, ο Βασιλεύς έχει το προνόμιον
της διαλύσεως και δεν εξαρτάται από την θελησιν της πλειοψηφίας. Όταν εκτίμηση ότι το υπαγορεύει το γενικώτερον συμφέρον της
χώρας ή η θέλησις του λαού, δικαιούται να άσκηση την προνομίαν της διαλύσεως της
Βουλής».
Ο
κοινοβουλευτισμός συναρτάται απόλυτα με τα κόμματα. Αυτή η ταύτιση πολιτικού και κομματικού συστήματος συχνά
έχει προκαλέσει στρεβλώσεις και παραβιάσεις συνταγματικών αρχών. Οι θέσεις για τη «δεδηλωμένη», τις οποίες εξέφρασαν
κατά καιρούς πολιτικοί αρχηγοί, εξυπηρετούσαν περισσότερο κομματικές
σκοπιμότητες παρά τη ρύθμιση πραγματικών
θεσμικών προβλημάτων. Αυτές, όμως, οι παρεμβάσεις των ηγετών των κομμάτων, όταν εμφανίζονται με μεγάλη συχνότητα,
προσδιορίζουν το πολιτικό κλίμα και διαμορφώνουν
την πολιτική πραγματικότητα. Από αυτή την «πραγματικότητα» άντλησαν οι βασιλείς το δικαίωμα να επιλέγουν τις
κυβερνήσεις, στις οποίες ανατίθετο η διεξαγωγή των εκλογών.
Χαρακτηριστική η περίπτωση της βασιλικής κυβέρνησης του στρατηγού Δόβα που χρεώνεται με τις εκλογές βίας και νοθείας
του 1961!
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΡΩΜΑΙΟΥ "Η ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ"
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΡΩΜΑΙΟΥ "Η ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου