Πέμπτη 31 Μαΐου 2012

Νοικοκυραίοι, ραντιέρηδες, καιροσκόποι Θεσμοί και νοοτροπίες στην ελληνική οικονομία

Αρίστος Δοξιάδης[1]


ΛΟΓΟΠΛΑΙΣΙΟ
[Καθαρεύουσα και δημοτική] Ο τρόπος που συζητάμε για την οικονομία άλλαξε άρδην, μέσα σε λίγους μήνες. Πριν ξεσπάσει η δική μας κρίση του χρέους ο δημόσιος διάλογος δεν διέφερε πολύ από τον αντίστοιχο στις δυτικές χώρες. Είχαμε τις κλασικές συζητήσεις υπέρ του δημόσιου ή του ιδιωτικού τομέα, υπέρ της τόνωσης της ζήτησης ή της περικοπής δαπανών, για το φιλελευθερισμό και τη σοσιαλδημοκρατία, κ.ο.κ.
Λίγοι σχολιαστές επέμεναν στις ελληνικές ιδιαιτερότητες.[2]

Για παράδειγμα ότι το Δημόσιο δεν είναι Δημόσιο όταν το έχουν αλώσει ιδιωτικά και συντεχνιακά συμφέροντα, και το ιδιωτικό δεν είναι ιδιωτικό όταν ζει από το δημόσιο χρήμα. Αλλά αυτές οι φωνές δεν ήταν παρούσες ούτε στο λόγο των κομμάτων, ούτε των καναλιών, ούτε φυσικά στη χάραξη της κυβερνητικής πολιτικής.
Οι τεχνοκράτες ασχολούνταν περισσότερο με το επίσημο, παρά με το πραγματικό. Με το ύψος, π.χ., των φορολογικών συντελεστών, αλλά όχι με τους φόρους που πραγματικά πλήρωναν οι επιχειρήσεις – πολύ ψηλότερους από την επίσημη κλίμακα όταν το ΣΔΟΕ επέδραμε επί δικαίων και αδίκων, πολύ χαμηλότερους όταν ο επιχειρηματίας είχε τον τρόπο του.
Υπήρχε μεγάλη διαφορά ανάμεσα στον επίσημο λόγο της πολιτείας, της πολιτικής, της τεχνοκρατίας, και σε αυτό που διαισθανόμασταν, που κουβεντιάζαμε στις παρέες, αλλά δεν αρθρώναμε δημόσια. Στον επίσημο λόγο, την καθαρεύουσα, μιλούσαμε για επενδύσεις, προγραμματισμό, ανταγωνισμό, παραγωγικότητα, κίνητρα, ελέγχους, νόμους. Στη δημοτική, για φραπέ, χαβαλέ, και το δαιμόνιο του Έλληνα. Ξέραμε ότι οι δημόσιες διακηρύξεις δεν θα πραγματοποιηθούν, αλλά λέγαμε: ας προσπαθήσουμε, και αν γίνει το ένα δέκατο, πάλι καλά – να μη μείνουμε πολύ πίσω από «την Ευρώπη».
Τώρα η δημόσια συζήτηση άλλαξε, και ξαφνικά μοιάζει με τις κουβέντες της παρέας. Το δίλημμα «δημόσιο ή ιδιωτικό;» μεταλλάχτηκε: «με τον αργόμισθο ή με το φοροφυγά;». Το «συνδικάτα ή εργοδοσία;» μεταλλάχτηκε: «να κόψουμε τη σύνταξη από τα 52 ή τα ιατρικά υλικά που τα πληρώνουμε για χρυσάφι;». Αρχίσαμε να συζητάμε για την πραγματική Ελλάδα, όχι για μια θεωρητική μικτή οικονομία. Οι καθημερινές εμπειρίες του καθενός ταυτίστηκαν με τα μεγάλα ζητήματα. Αυτό είναι υγιές. Είναι η αρχή της αυτογνωσίας.
Αλλά η οικονομία είναι πολύπλοκη, και οι εμπειρίες μας είναι χαοτικές, ποικίλες και αντιφατικές. Είναι εύκολο να καταλήξουμε σε υπερβολές, να μείνουμε σε καταγγελίες και μονόλογους, να χάσουμε τις αιτίες και την προοπτική. Από τη δημώδη εμπειρία πρέπει να ξαναστήσουμε μια λόγια θεωρία για την ελληνική οικονομία, που να εστιάζει στα ουσιώδη, να τα εξηγεί, και να ορίζει επιλογές.

[Θεωρίες της ιδιομορφίας] Μια καλή προσέγγιση είναι να εντοπίσουμε σε τι διαφέρουμε από τις αναπτυγμένες δυτικές οικονομίες, που συνειδητά ή ασυνείδητα τις έχουμε για πρότυπο. Ακόμα και όταν τις επικρίνουμε, αυτές έχουμε ως μέτρο σύγκρισης, τόσο για την ιδιωτική κατανάλωση όσο και για τις κοινωνικές υπηρεσίες. Για το σκοπό αυτό είναι χρήσιμη μια νεοθεσμική οπτική, που αναλύει τις παραλλαγές του καπιταλισμού και τις σχετίζει με τις ιστορικές καταβολές και τους θεσμούς κάθε χώρας[3].
Οι θεσμοί είναι μια ευρεία έννοια, που επιδέχεται διαφορετικούς ορισμούς. Στον πιο γενικό ορισμό ο όρος περιλαμβάνει τους επίσημους θεσμούς (το σχολείο) και τους ανεπίσημους (το φροντιστήριο και το ιδιαίτερο). Περιλαμβάνει τις ρυθμίσεις (ιατρική νομοθεσία), τους οργανισμούς (το νοσοκομείο), αλλά και τις συχνές συμπεριφορές (το φακελάκι). Περιλαμβάνει επίσης, σε μερικές θεωρήσεις, την ιδεολογία (τι είναι πρόοδος) και τη νοοτροπία (εργασιακή ηθική).
Η νεοθεσμική θεώρηση επιδιώκει να φωτίσει και να εξηγήσει τις μικρο-οικονομικές συμπεριφορές που διαμόρφωσαν τα μακρο-μεγέθη. Γιατί αφήσαμε την κοινωνική ασφάλιση να χρεοκοπήσει; Γιατί δεν πληρώνουμε φόρους; Γιατί δεν έχουμε εξαγώγιμα βιομηχανικά προϊόντα; Γιατί κάνουν φροντιστήριο οι μαθητές των λυκείων; Σε τι είμαστε διαφορετικοί σε αυτό το επίπεδο από τους Γερμανούς;
Η πρόχειρη εμπειρική απάντηση είναι ένας πολύ μακρύς κατάλογος: διαφθορά, πελατειακό σύστημα, γραφειοκρατία, οικογενειοκρατία, διαπλοκή, καταναλωτισμός, παπαγαλία στο σχολείο, καχυποψία, αλλά και ευέλικτες επιχειρήσεις, πτυχιούχοι, φιλοδοξία, κινητικότητα, πολιτική άποψη, αντίσταση, πολυγλωσσία, εργατικότητα (υπό όρους), εξωστρέφεια. Δεν βοηθάει όμως πολύ μια τέτοια παράθεση. Πιο διαφωτιστικό είναι, από όλο το πλέγμα των θεσμών που απαρτίζουν την ελληνική μικροοικονομία, να ξεχωρίσουμε λίγα και βασικά, όπου διαφέρουμε από τις πιο αναπτυγμένες οικονομίες. Τα ακόλουθα θεωρώ ότι είναι τα κρίσιμα στοιχεία της ελληνικής ιδιομορφίας:
· Το πλήθος και το μικρό μέγεθος των επιχειρήσεων, μαζί με τη μεγάλη διασπορά της ιδιοκτησίας των ακινήτων (νοικοκυραίοι).
· Η μεγάλη έκταση και διασπορά των προσόδων (ραντιέρηδες).
· Η ελλιπής συνείδηση συνεργασίας και παράλληλα η μεγάλη ανταπόκριση σε κίνητρα και αντικίνητρα (καιροσκόποι).
Η Ελλάδα είναι μια καπιταλιστική οικονομία με κοινωνικό κράτος, όπως πολλές άλλες. Αλλά όπως και κάθε άλλη έχει τη δική της δυναμική, που δημιουργείται από τα ιδιαίτερα στοιχεία της μαζί με τα γενικά στοιχεία του καπιταλισμού.

ΝΟΙΚΟΚΥΡΑΙΟΙ

[Ένας θεμελιακός θεσμός] Δεν υπάρχει άλλη χώρα στην Ευρώπη και στον ΟΟΣΑ που να έχει τόσο πολλούς αυτοαπασχολούμενους και τόσα μικροαφεντικά όπως η Ελλάδα σε αναλογία με τον πληθυσμό. Στην Ελλάδα το 57% όσων απασχολούνται στη «μη χρηματοοικονομική επιχειρηματική οικονομία» (ΜΧΕΟ) είναι είτε αυτοαπασχολούμενοι είτε σε επιχειρήσεις με λιγότερους από 10 απασχολούμενους. Στο σύνολο της ΕΕ των «27» ο δείκτης είναι 30%. Η Ιταλία έρχεται δεύτερη με 47%, η Πορτογαλία τρίτη με 42%. Η Γαλλία είναι στο 27%, η Μ. Βρετανία στο 21%, η Γερμανία στο 18%. Το νέο μας πρότυπο, η Δανία, στο 20%[4].
Εξίσου κατακερματισμένη είναι και η γεωργία, που δεν περιλαμβάνεται στα παραπάνω. Στην αμπελοπαραγωγό Κορινθία ο μέσος εξαγωγικός αμπελώνας είναι κάτω από 30 στρέμματα και ο μεγαλύτερος κάτω από 200. Οι ανταγωνιστές της Κορινθίας στη Μούρθια της Ισπανίας έχουν πάνω από 1.000 στρέμματα ο καθένας. Το ίδιο και στην Καλιφόρνια, στη Νότιο Αφρική, στη Χιλή, στην Αίγυπτο.
Στο σύνολο της οικονομίας, οι απασχολούμενοι σε επιχειρήσεις άνω των 250 εργαζομένων δεν ξεπερνούν το 9% του εργατικού δυναμικού – μαζί με τις ΔΕΚΟ και τις τράπεζες.
Πώς έχει συμβεί να έχουμε τόσο πολλές και μικρές επιχειρήσεις –αμπέλια, ελαιοτριβεία, ενοικιαζόμενα δωμάτια, μίνι μάρκετ, ιατρεία, θέατρα, μπουτίκ, βιοτεχνίες ενδυμάτων, εταιρειούλες πληροφορικής– και γιατί πολύ λίγους μεγάλους εργοδότες;
Το οφείλουμε στην ιστορία, που απέτρεψε σε εμάς την πρωταρχική συσσώρευση κεφαλαίου των δυτικών οικονομιών, στους θεσμούς του σημερινού κράτους, που βοηθούν να επιβιώσει η μικρή ιδιοκτησία και εμποδίζουν τη μεγέθυνση των επιχειρήσεων, αλλά και στη νοοτροπία που μας αποτρέπει από το να συνεργαζόμαστε.
Η Δυτική Ευρώπη μπήκε στη βιομηχανική εποχή με μεγάλες γαιοκτησίες και πλήθος ακτήμονες εργάτες, κληρονομιά της φεουδαρχίας. Το νέο ελληνικό κράτος δημιουργήθηκε μέσα σε μια κοινωνία από μικροϊδιοκτήτες, συνέπεια της οθωμανικής πολιτικής που στήριζε τον μικρό γεωργό και αποθάρρυνε τη μεγάλη γαιοκτησία. Η πολιτική γης του νέου κράτους συνέχισε να ευνοεί τον μικρό κλήρο. Ακόμα και τα μεγάλα τσιφλίκια της Θεσσαλίας κατακερματίστηκαν με τα χρόνια. Η μεγάλη πλειονότητα των οικογενειών είχε κάποια ακίνητη περιουσία, αγροτική ή αστική, όπου έστησε μια αγροτική εκμετάλλευση ή ένα μαγαζί ή έχτισε ιδιόκτητο σπίτι. Σε αυτό η Ελλάδα ήταν τελείως διαφορετική από όλη τη μη Οθωμανική Ευρώπη. Οι δε γείτονές μας στα Βαλκάνια, όσοι είχαν εκτεταμένη μικροϊδιοκτησία, την απόλεσαν με τον σοσιαλισμό.
Οι μικροεπιχειρήσεις εξακολουθούν να είναι η κυρίαρχη μορφή οργάνωσης του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας μετά από180 χρόνια σύγχρονου κράτους, με αστικούς θεσμούς και με περίπου ελεύθερη αγορά. Αυτό είναι αξιοπερίεργο. Σε μια σύγχρονη οικονομία το μέγεθος είναι πλεονέκτημα – αν όχι σε όλες τις δουλειές, πάντως σε πάρα πολλές. Εδώ όμως οι επιχειρήσεις δεν μεγαλώνουν. Ας απαριθμήσουμε τις αιτίες.
Οι οικογένειες με ιδιοκτησία, έστω και μικρή, δεν στέλνουν τα παιδιά τους να γίνουν εργάτες. Αν αποφασίσουν να γίνουν χαμηλόμισθοι υπάλληλοι, αυτό γίνεται μόνο σε δουλειές με εργασιακή ασφάλεια και καλή σύνταξη – στο Δημόσιο ή στις τράπεζες. Αλλιώς προτιμάνε το χωράφι ή το μικρομάγαζο των γονιών. Το νοικοκυριό αντιστέκεται στην προλεταριοποίηση.
Οι νόμοι δεν εφαρμόζονται ομοιόμορφα. Η φορολογία, η κοινωνική ασφάλιση, οι κανονισμοί εργασίας κ.ά. επιβαρύνουν περισσότερο τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις, επειδή οι μικρές παρανομούν πιο εύκολα. Όταν το ταμείο το κρατάει η οικογένεια μπορεί να αποκρύψει πωλήσεις ή να απασχολήσει ανασφάλιστους. Ενώ όταν η τιμολόγηση και οι προσλήψεις καταγράφονται σε οργανωμένο λογιστήριο από υπαλλήλους, η φοροδιαφυγή και εισφοροδιαφυγή ενέχει μεγαλύτερο ρίσκο. Συνεπώς στην Ελλάδα η ανομία ευνοεί τον κατακερματισμό. Το κράτος γενικά δεν κυνηγάει τους μικρούς.
Οι ξένες άμεσες επενδύσεις αποθαρρύνονται. Σε άλλες περιφερειακές χώρες δημιουργήθηκε μεγάλη βιομηχανία από το ξένο κεφάλαιο. Εδώ, η γραφειοκρατία, η διαφθορά, η αντίσταση των τοπικών κοινωνιών, η ρητορική του λαϊκισμού είχαν αποτέλεσμα να έρθουν σχετικά λίγοι ξένοι επενδυτές και να παραμείνουν πολύ λιγότεροι. Σημαντικές εξαιρέσεις, οι κλάδοι των μη εμπορεύσιμων (non-tradable) υπηρεσιών: τράπεζες, τηλεφωνία, λιανικό εμπόριο.[5] Σε αυτούς οι ξένοι ήρθαν γιατί το ψηλό κόστος εισόδου και λειτουργίας δεν τους αποτρέπει – το καλύπτουν με ψηλότερες τιμές. Άλλο να έχεις να ανταγωνιστείς στην παγκόσμια αγορά και άλλο μόνο τις ελληνικές επιχειρήσεις στην ελληνική αγορά.
Στα παραπάνω ας προστεθούν οι πάμπολλοι κανονισμοί και απαγορεύσεις που προστατεύουν τον υπάρχοντα τρόπο λειτουργίας σε δεκάδες κλάδους, καθώς και το μικρό μέγεθος των οικοπέδων.
Είναι τόσο ισχυρή η θεσμική προτίμηση προς τη μικρή κλίμακα, ώστε ούτε οι πρόσφυγες του 1922, ούτε οι μετανάστες μετά το 1990 δεν έγιναν μόνιμο προλεταριάτο για μεγάλους εργοδότες, όπως συνέβη αντίστοιχα αλλού. Ενώ οι μικροεργοδότες πλούτισαν στα χωράφια και στις πόλεις στην πλάτη των μεταναστών.
Η αυτοαπασχόληση, η μικροεργοδοσία, η οικογενειακή επιχείρηση είναι σταθερός και θεμελιακός θεσμός της οικονομικής μας οργάνωσης. Ίσως ο πιο θεμελιακός. Η ποσοστιαία συμμετοχή τους στην απασχόληση και στο εισόδημα δεν πρόκειται να συρρικνωθεί υπό κανονικές συνθήκες. Ούτε καν μια βαθιά και μακροχρόνια ύφεση δεν θα το αλλάξει αυτό. Μόνο μια επανάσταση στους θεσμούς θα το άλλαζε.
Είναι σημαντικό το εξής: ο θεσμός ορίζει την εξειδίκευση και όχι το αντίστροφο. Δηλαδή, επειδή είμαστε μια κοινωνία μικροεπιχειρηματιών, δεν μπορούμε να παράγουμε ηλεκτρονικές συσκευές – και όχι, επειδή δεν παράγουμε συσκευές, είμαστε μικροεπιχειρηματίες. Αυτό δεν έχει γίνει συνείδηση στην τεχνοκρατία που σχεδιάζει κατά καιρούς τις πολιτικές της ανάπτυξης. Πιστεύει ότι με κατάλληλες χρηματοδοτήσεις και υποδομές μπορεί να δημιουργηθούν ανταγωνιστικές βιομηχανίες σε κλάδους που απαιτούν μεγαλύτερη κλίμακα. Σε κάθε εποχή οι μικροϊδιοκτήτες θα κάνουν τις εργασίες που τους ταιριάζουν – χτες σφουγγαράδες, σήμερα ενοικιαζόμενα δωμάτια, αύριο τι;

[Οικογενειακές στρατηγικές] Μια οικονομία μικρών μονάδων ωθεί τα νοικοκυριά σε άλλες επιλογές από μια οικονομία υπαλλήλων και μεγάλων οργανισμών. Η οικογένεια αναζητά τη σταθερότητα στην πολυέργεια[6], δηλαδή σε πολλαπλές πηγές εισοδήματος, όσες μπορεί να βρει και να προσποριστεί. Υπάρχει οικογενειακή αλληλεγγύη: τα πολλαπλά εισοδήματα απαιτούν πολλαπλά χέρια: ο πατέρας έχει το πρατήριο βενζίνης για τη σιγουριά, ο γιος σπουδάζει πληροφορική για το κάτι παραπάνω, αλλά άμα δεν του βγει δεν θα πεινάσει. Η κόρη, κατά προτίμηση δασκάλα ή υπάλληλος του Δήμου – κάτι σταθερό που αφήνει ελεύθερο χρόνο για να φροντίζει γέροντες γονείς και την επόμενη γενιά. Αν το οικογενειακό μαγαζί πάει καλά, η οικογένεια ολόκληρη το δουλεύει. Αν όχι, μένει να δουλεύει με ένα-δυο μέλη. Το σύστημα έχει θαυμαστή σταθερότητα, ευελιξία και διάρκεια.
Σε οικονομία μικροϊδιοκτητών, οι επενδύσεις των νοικοκυριών διαφέρουν από αυτές στις οικονομίες της μεγάλης κλίμακας. Κατευθύνονται, απόλυτα ορθολογικά, σε ακίνητα και σε εκπαίδευση. Στις δυτικές οικονομίες οι αποταμιεύσεις επενδύονται συλλογικά μέσα από ασφαλιστικά ταμεία, ή από αμοιβαία κεφάλαια, ή από καταθέσεις. Καταλήγουν ως χρηματοδότηση στη βιομηχανία, στην τεχνολογία, σε υποδομές, και γενικά σε μεγάλους οργανισμούς. Στην ελληνική μικρή οικονομία η χρηματική αποταμίευση δεν έχει αξιόπιστες συλλογικές διεξόδους.
Το ανθρώπινο κεφάλαιο έχει άλλη μορφή στη μικροϊδιοκτησία. Στις δυτικές οικονομίες μπορεί να αναπτυχθεί μέσα από καριέρα – δηλαδή χτίζοντας σχέση με μια μεγάλη επιχείρηση ή οργανισμό. Η ανώτατη εκπαίδευση είναι χρήσιμη μόνο ως πρώτο βήμα στην καριέρα – αν η αγορά εργασίας δεν την ζητά ούτε οι νέοι την επιδιώκουν. Στη μικρή ιδιοκτησία, η αξία του ανθρώπου επενδύεται στα ατομικά του στοιχεία. Η αγορά εργασίας δεν δίνει σαφή μηνύματα. Σημασία έχουν τα εφόδια που θα κατέχω σε μια γενικά αβέβαιη πορεία. Σπουδάζω μηχανικός, όχι επειδή προσδοκώ να δουλέψω στη Volkswagen, αλλά επειδή θα έχω επιλογές ως έμπορος, κατασκευαστής, εργολάβος, μελετητής, και ίσως ίσως στέλεχος. Γι’ αυτό τα νοικοκυριά υπερεπενδύουν στην εκπαίδευση των παιδιών: σε φροντιστήρια ξένων γλωσσών και πανελλαδικών εξετάσεων, σε δαπάνες διαβίωσης των φοιτητών. Στους εθνικούς λογαριασμούς αυτές οι δαπάνες φαίνονται ως κατανάλωση. Αλλά είναι επένδυση.

[Δυναμική] Ο θεσμός είναι σταθερός εφόσον μπορεί να παράγει αρκετό εισόδημα για τα μέλη του, έστω με κρίσεις και μεταλλάξεις. Αλλά δεν υπάρχουν πολλές περιπτώσεις στον κόσμο που οι τοπικές οικονομίες μικροεπιχειρήσεων να είναι διεθνώς ανταγωνιστικές – στη βόρεια Ιταλία βρίσκονται τα λίγα πετυχημένα παραδείγματα. Στην Ελλάδα ήταν ανταγωνιστική κατά καιρούς η μικρής κλίμακας γεωργία και ο τουρισμός, και είχαν μεγάλη συμβολή τα εμβάσματα από προσωπική εργασία– από τους μετανάστες και τους ναυτικούς. Αλλά αυτά δεν έφταναν και τα συμπληρώναμε με δάνεια και επιχορηγήσεις από το εξωτερικό.
Τώρα που στέρεψαν τα δάνεια, η Ελλάδα θα χρειαστεί να γίνει ανταγωνιστική σε περισσότερους κλάδους. Μπορούν αυτό να το πετύχουν οι μικροεπιχειρήσεις; Δεν φαίνεται να είναι ιδιαίτερο πρόβλημα η μετάβαση σε νέες δραστηριότητες. Η ελληνική πολυέργεια των οικογενειών αυτό σημαίνει. Δεν πρόκειται για οικογένειες που αφοσιώνονται στην ίδια τέχνη από γενιά σε γενιά. Τα παιδιά σπουδάζουν νέα αντικείμενα και οι γονείς τα στηρίζουν.
Τρία είναι τα μεγάλα μειονεκτήματα της μικρής κλίμακας: το κόστος (οικονομίες κλίμακας), ο συντονισμός (κόστος συναλλαγών, οικονομίες φάσματος) και η συνέχεια (καινοτομία, αναβάθμιση, διαδοχή γενεών). Αν το ευρύτερο θεσμικό περιβάλλον αλλάξει για να βοηθήσει τις μικροεπιχειρήσεις να τα αντιμετωπίσουν, τότε ναι, ίσως μπορέσουμε να χτίσουμε μια ανταγωνιστική οικονομία πάνω στη μικρή κλίμακα. Αλλιώς, είτε φτώχεια είτε απότομη συγκέντρωση του κεφαλαίου.

ΡΑΝΤΙΕΡΗΔΕΣ

Ο όρος πολιτική πρόσοδος δηλώνει τους διάφορους μηχανισμούς με τους οποίους επιχειρήσεις, συντεχνίες και άτομα καρπώνονται εισοδήματα από το κράτος που δεν αντιστοιχούν σε πραγματική προσφορά υπηρεσίας ή προϊόντος. Ο όρος περιλαμβάνει την αργομισθία, τη συνταξιοδότηση με προνομιακούς όρους, τις επιχορηγήσεις χωρίς αναπτυξιακό αποτέλεσμα, τις υπερκοστολογημένες προμήθειες και έργα, και τις μίζες των δημοσίων υπαλλήλων. Περιλαμβάνει επίσης τις ρυθμίσεις που επιτρέπουν σε συντεχνίες να υπερτιμολογούν στην αγορά (κλειστά επαγγέλματα, ρυθμιζόμενες αμοιβές, απαγορεύσεις), και, κάτι λιγότερο φανερό, τα οφέλη από την παρανομία όταν οι ανταγωνιστές σου είναι σύννομοι. Δεν περιλαμβάνει εκείνους του μισθούς του Δημοσίου που αμείβουν πραγματικά εργαζόμενους, ούτε τις συντάξεις, τα επιδόματα ανεργίας, κτλ, που δίνονται με γενικά κοινωνικά κριτήρια.
Μερικοί ανάγουν τη διόγκωση της πολιτικής προσόδου στη δεκαετία του 1980 και στον τρόπο με τον οποίο το ΠΑΣΟΚ ενσωμάτωσε νέα στρώματα και νέα τζάκια στην οικονομική ανάπτυξη. Αλλά η φαυλοκρατία και οι πελατειακές σχέσεις ήταν σύμφυτες με το ελληνικό κράτος από την ίδρυσή του[7], και το κράτος ήταν πάντα ρυθμιστής στην οικονομία. Η διανομή προσόδων ήταν αναγκαίος μηχανισμός για τη νομιμοποίηση των πολιτικών στα μάτια του κόσμου, αλλά και ο προσπορισμός προσόδων ήταν βασικός λόγος για γίνει κάποιος πολιτικός.
Το κράτος συνολικά υπήρξε ραντιέρης εμβασμάτων, ζώντας σε μεγάλο βαθμό από διεθνείς εισροές: δάνεια που μοίρασε και δεν αποπλήρωσε, σχέδια βοήθειας, και πιο πρόσφατα τα ταμεία της ΕΕ. Τούτα τα εμβάσματα έχουν επηρεάσει σε βάθος την κοινωνία: «Ας περάσει το χρήμα τα σύνορα και θα βρούμε τη μοιρασιά» μου έλεγε ένας μικροεργολάβος αγροτικών εγκαταστάσεων κουβεντιάζοντας πώς θα πάρουμε κάποια επιχορήγηση.
Υπήρχαν και υπάρχουν σημαντικές μη πολιτικές πρόσοδοι στην ιδιωτική οικονομία. Τα έσοδα από τουρισμό ενέχουν μεγάλο στοιχείο προσόδου, εφόσον ο επισκέπτης πληρώνει πρώτα για τον τόπο και μετά για τις υπηρεσίες. Τα εμβάσματα από το εξωτερικό (ναυτιλιακά, μεταναστευτικά) παράγονται μεν από εργασία εκτός συνόρων, αλλά για την τοπική κοινωνία που τα υποδέχεται είναι καθαρή πρόσοδος.

[Η δημοκρατική πρόσοδος] Οι μηχανισμοί προσπορισμού προσόδων διαφέρουν πολύ μεταξύ τους. Παράγουν όμως ένα κοινό πολιτισμικό αποτέλεσμα: όλοι σχεδόν οι Έλληνες, από τον μεγάλο επιχειρηματία μέχρι τον μικροοικοπεδούχο στο νησί και τον δημοτικό υπάλληλο στην επαρχία, θεωρούν φυσικό να έχουν κάποια εισοδήματα χωρίς να ρισκάρουν κεφάλαια και χωρίς να εργάζονται παραγωγικά – εισοδήματα σημαντικά για τα μέτρα του καθενός. Αν δεν το πετύχουν αισθάνονται αδικημένοι.
Πώς αναπαραγόταν τόσα χρόνια το σύστημα της προσοδοκρατίας; Η πρώτη αιτία ήταν ότι «λεφτά υπάρχουν» – από τις εισροές από το εξωτερικό, από την απομύζηση της παραγωγής σε μια κοινωνία που μπορούσε κατά καιρούς να παρακολουθεί ικανοποιητικά την τεχνική πρόοδο, αλλά πρόσφατα και από την υπερεκμετάλλευση των μεταναστών.
Η δεύτερη αιτία ήταν ο δημοκρατικός χαρακτήρας του συστήματος. Οι πρόσοδοι είχαν ευρεία διασπορά· ιδίως μετά το 1980 τα περισσότερα νοικοκυριά κάτι τσιμπούσαν από το σύστημα. Η δημοκρατική νομιμοποίηση ενισχύθηκε από νέους μηχανισμούς που προσδίδουν στο σύστημα έναν αντικειμενικό χαρακτήρα: ΑΣΕΠ αντί για ρουσφέτι, πανελλαδικές αντί για το βαθμό του σχολείου. Όταν για να διοριστούν ή να εισαχθούν χρειάζεται να κοπιάσουν και να ανταγωνιστούν τίμια, κανένας δεν αναρωτιέται μήπως η θέση που πήραν είναι άχρηστη. Και θεωρείται άδικο να καταργηθούν τα όποια προνόμια έχει η θέση.

[Συμπεριφορές] Όπως κάθε οικονομικός μηχανισμός που κυριαρχεί (ή συγκυριαρχεί) σε μια κοινωνία έτσι και η προσοδοκρατία επιδρά με πολλούς τρόπους στις συμπεριφορές και στη νοοτροπία. Μπορεί να μην πηγάζει από πολιτισμικές ιδιαιτερότητες, αλλά σίγουρα τις δημιουργεί.
Μηδενικό άθροισμα: η πρόσοδος δεν μεγεθύνει την πίτα, τη μοιράζει. Συνεπώς προϋποθέτει μαχητική διεκδίκηση, και δεν προϋποθέτει παραγωγική εργασία. Εκτρέφει το λαϊκισμό, που βασικό συστατικό του είναι ότι μεταθέτει την ευθύνη για το σύνολο στον άλλο πόλο, στον εχθρό. Στο λαϊκισμό οι πολίτες, ανεξάρτητα από την πραγματική τους θέση στην παραγωγή και στη διανομή, νιώθουν σαν να ανήκουν στο πιο αδύναμο στρώμα, που δικαιούται να διεκδικεί αναδιανομή για λόγους ανθρωπιστικούς, δικαιοσύνης[8]. Δεν τους αφορά πώς θα παραχθεί ο πλούτος, ούτε αν πρέπει η αναδιανομή να γίνει πρώτα σε άλλους, πιο αδύναμους. Την ευθύνη για το όλον την έχουν άλλοι. Ο λαϊκισμός διαφέρει ριζικά σε τούτο από μια σοσιαλιστική στρατηγική που θα άρχιζε από τον τρόπο παραγωγής πριν φτάσει στη διανομή. Ή από μια στρατηγική αναδιανομής που θα εστίαζε στους πραγματικά πιο αδύναμους και αποκλεισμένους.
Επιχειρηματικότητα: αν οι επιχειρήσεις μπορούν να βγάλουν ψηλά κέρδη από τις κρατικές εργολαβίες ή από άλλα προνόμια, επενδύουν πιο πολύ στο να αποκτήσουν τα προνόμια παρά στο να γίνουν ανταγωνιστικές σε μια ανοιχτή αγορά. Με το καιρό αυτό στρεβλώνει όλη τη στρατηγική τους – ο καλός πωλητής είναι αυτός που καλλιεργεί σχέσεις στο Δημόσιο, ο καλός μηχανικός είναι αυτός που ξεχειλώνει το έργο για να κοστίσει περισσότερο, κτλ. Σπάνια μια επιχείρηση κρατικοδίαιτη είναι και ανταγωνιστική. Τα παραδείγματα αρχίζουν από τους εθνικούς προμηθευτές και φτάνουν στις εταιρειούλες πληροφορικής της δεκαετίας του 1990, όπου ευφυέστατοι τεχνικοί έφαγαν τα νιάτα τους σε άκαρπη «έρευνα και ανάπτυξη» για ευρωπαϊκά προγράμματα.
Μετρήσεις και προϋπολογισμοί: ο ραντιέρης δεν έχει ανάγκη να μετρήσει τον κόσμο, ο παραγωγός έχει. Ο ραντιέρης θα παζαρέψει. Ο παραγωγός θα σχεδιάσει τις εισροές και τις εκροές του, θα προσπαθήσει να μεγιστοποιήσει το περιθώριο ανάμεσα στις δύο. Ό,τι κάνει ο ραντιέρης κάνει και το κράτος της προσοδοκρατίας. Παζαρεύει συνεχώς με διάφορες ομάδες (αδιόριστους για διορισμούς, αγρότες για παροχές, επιχειρηματίες για έργα), στις οποίες πάντα δίνει κάτι παραπάνω από εκεί που ξεκίνησε. Δεν δεσμεύεται από ένα απόλυτο όριο δαπανών ή φοροαπαλλαγών. Καταλήγει σχεδόν πάντα με έλλειμμα, χωρίς να το έχει προγραμματίσει. Αλλά και πέρα από τα δημοσιονομικά, η κοινωνία δεν ζητά μετρήσεις: ούτε για τους ρύπους, ούτε την ποιότητα των νοσοκομείων, ούτε για την επίδραση της αστυνόμευσης στην εγκληματικότητα. Δεν υπάρχει καμιά πίεση στις δημόσιες υπηρεσίες να μετρήσουν και να αξιολογήσουν. Κάπως έτσι καταλήγουμε στα Greekstatistics– πολύ πριν τη σκόπιμη παραποίηση των αριθμών.

ΚΑΙΡΟΣΚΟΠΟΙ

Ίσως να είμαστε το ίδιο εργατικοί με τους Δυτικούς όταν έχουμε τις ίδιες επιλογές με αυτούς. Είμαστε όμως λιγότερο συνεργατικοί.
Στη θεωρία παιγνίων καιροσκόπος (ή οπορτουνιστής) είναι αυτός που αρπάζει την ευκαιρία να βγάλει ένα καλό κέρδος σήμερα, ακόμα και αν αυτό δυσχεράνει τη θέση του αύριο. Συνήθως, είναι αυτός που παραβαίνει έναν κανόνα ή χαλάει μια συνεργασία για να κάνει την αρπαχτή.
Ο ταβερνιάρης στην Πλάκα που σερβίρει σαβούρα στους τουρίστες αυτό κάνει: παραβαίνει την άτυπη σύμβαση του εστιάτορα με τον πελάτη, για να βγάλει καλό κέρδος στη μερίδα, με κίνδυνο ο πελάτης να μην ξαναέρθει. Πράττει απόλυτα ορθολογικά, γιατί ο τουρίστας είναι περαστικός και δεν θα ξαναερχόταν έτσι κι αλλιώς. Αυτό χαλάει τη γενική εικόνα της Αθήνας, αλλά δεν τον ενδιαφέρει, γιατί η εικόνα διαμορφώνεται από όλες τις ταβέρνες μαζί, όχι από τη δική του.
Στον αντίποδα της καιροσκοπίας είναι η συμμόρφωση ή η συνεργασία. Η επιχείρηση που επενδύει στην ποιότητα, ο εργολάβος που αποθέτει τα μπάζα στη μακρινή επίσημη χωματερή αντί για το διπλανό χωράφι, ο συνεργάτης που δουλεύει σκληρά αντί να λουφάρει σε βάρος της ομάδας, ο επαγγελματίας που δεν φοροδιαφεύγει είναι στη γλώσσα της θεωρίας παιγνίων συνεργάσιμος (cooperator).

[Οι ρίζες της συνεργασίας] Οι Έλληνες φέρονται πιο καιροσκοπικά από τους Σουηδούς ή και τους Γάλλους. Η διαφορετική συμπεριφορά δεν έχει μια μόνο αιτία. Υπάρχει πολιτισμική διαφορά νοοτροπίας. Παράλληλα η δομή των κινήτρων και των κυρώσεων συγκριτικά ευνοεί την αρπαχτή. Τα δύο επίπεδα (νοοτροπία - δομή) αλληλεπιδρούν μέσα από την ανοχή (δεν σε καταγγέλλω που φοροδιαφεύγεις) και τη δυσπιστία (σε ρίχνω, γιατί φοβάμαι ότι θα με ρίξεις).
Πού οφείλεται η πολιτισμική διαφορά στην έφεση για συνεργασία, και πόσο βαθιά είναι; Σε τέτοια ερωτήματα η συστηματική έρευνα και θεωρία διεθνώς τώρα ξεκινάει, ουσιαστικά τα τελευταία είκοσι χρόνια. Για την Ελλάδα η πιο ενδιαφέρουσα αφήγηση είναι του Στέλιου Ράμφου, για την «άπρακτη εξατομίκευση». Η ανθρωπολογία του προσώπου διαμορφώθηκε διαφορετικά σε εμάς από ό,τι στη Δύση. Εκεί «σκοπός του ατόμου είναι η εντός του ανακεφαλαίωση, ει δυνατόν, της συνολικής κοινωνικής και πνευματικής εξελίξεως – η εν ευαισθησία καθολικότης του ως ανθρώπου»[9]. Ο δυτικός άνθρωπος έχει εσωτερικεύσει τους κανόνες της κοινωνίας – τους έχει εξατομικεύσει. Στους Έλληνες, όταν διασπάστηκαν οι συλλογικές δομές του μεσαίωνα, μείναμε στον ατομισμό χωρίς την εξατομίκευση.
Συναφής αλλά διακριτός παράγοντας ήταν η εξέλιξη των πολιτικών θεσμών και των οικονομικών ιεραρχιών. Στη Δύση η φεουδαρχία, η μοναρχία και η Καθολική Εκκλησία με την αλληλεπίδρασή τους δημιούργησαν το απολυταρχικό κράτος που είχε την ευθύνη να καθοδηγεί την κοινωνία. Το κράτος αυτό το κληρονόμησε η αστική τάξη και ενίσχυσε τον καθοδηγητικό του ρόλο[10]. Παράλληλα, στη βιομηχανική επανάσταση αναπτύχθηκαν οι μεγάλες επιχειρήσεις-ιεραρχίες που έδιναν σταθερούς ρόλους σε εργάτες και υπαλλήλους. Αυτά δεν έγιναν στην Ελλάδα, που αποτίναξε το οθωμανικό κράτος, δεν το μετεξέλιξε, και που αντιστάθηκε στις οικονομικές ιεραρχίες.
Με άλλα λόγια, οι αναπτυγμένες δυτικές οικονομίες δεν στηρίχτηκαν μόνο στην ελεύθερη αγορά και στα ατομικά κίνητρα. Στηρίχτηκαν σε ιεραρχικούς οργανισμούς (κάθετους κανόνες) και σε στρατηγικές συνεργασίας (οριζόντιους κανόνες). Ο πετυχημένος και ιδεολογικά ηγεμονικός καπιταλισμός είναι ελεύθερη αγορά ενσωματωμένη σε κοινωνία κανόνων και ευθύνης. Αλλιώς είναι ή ζούγκλα ή μικρομάγαζα. Εμείς δεν έχουμε αποδεχθεί ούτε τους κάθετους κανόνες ούτε τους οριζόντιους – ούτε πειθαρχούντες ούτε πειθαρχημένοι. Αν έχουμε αποφύγει τη ζούγκλα είναι γιατί έχουμε κρατήσει τα μικρομάγαζα.

[Οι θεσμοί των καιροσκόπων] Η καιροσκοπική νοοτροπία εξηγεί γιατί αποτυχαίνουν οι συνεταιρισμοί και πετυχαίνουν οι συντεχνίες. Ο συνεταιρισμός διαχειρίζεται ένα συλλογικό αγαθό – για παράδειγμα, ένα συσκευαστήριο για τα αγροτικά προϊόντα των μελών του ή μια κρατική επιχορήγηση που δίνεται για να γίνει το συσκευαστήριο. Χωρίς αμοιβαία εμπιστοσύνη και συμμόρφωση στους κανόνες τα μέλη κοιτάνε πώς θα κερδίσουν ο καθένας ρίχνοντας τη ζημιά στο συλλογικό αγαθό. Θα στείλουν στο συσκευαστήριο τη δεύτερη ποιότητα, αλλά το καλό θα το πουλήσουν ιδιωτικά – ή θα φάνε την επιχορήγηση χωρίς να επενδύσουν, γιατί δεν εμπιστεύονται ο ένας τον άλλο για συνεταίρο.
Η συντεχνία δεν έχει συλλογικό αγαθό, έχει συλλογική διεκδίκηση. Τα μέλη αναγνωρίζουν το κοινό συμφέρον στην κοινή επαγγελματική ταμπέλα, και διεκδικούν προνόμια κοινά μεν, αλλά που θα τα καρπωθούν ιδιωτικά. Είναι μια συνεργασία με χαμηλή επένδυση και ρίσκο, όπως αρμόζει σε σύνολα με χαλαρούς δεσμούς συνεργασίας.
Σε αυτό το πλαίσιο αναπτύξαμε μερικούς αξιοθαύμαστους οικονομικούς θεσμούς, που όμως ξενίζουν τους δυτικής παιδείας τεχνοκράτες. Οι μεταχρονολογημένες επιταγές, με το νομικό πλαίσιο που τις διέπει, ενισχύουν την εμπιστοσύνη ανάμεσα στους συναλλασσόμενους γιατί επιφέρουν άμεση κύρωση στον εκδότη της ακάλυπτης επιταγής χωρίς να παρεμβάλλεται η γραφειοκρατία μιας τράπεζας. Ο καθένας αναλαμβάνει την ευθύνη για τον αντισυμβαλλόμενο που επιλέγει. Το πρόσωπο, η φήμη, μετράει ιδιαίτερα. Είναι εντυπωσιακό ότι κανένας αποδέκτης μεταχρονολογημένης επιταγής δεν την εμφανίζει πρόωρα για πληρωμή, ενώ νομικά το δικαιούται. Αν το κάνει, η αγορά θα τον αποβάλει. Αυτόν τον θεσμό της ίσος-προς-ίσον χρηματοδότησης, με την ατομική και ονομαστική ευθύνη, θα πρέπει να τον διαφυλάξουμε, και όχι να θέλουμε να τον καταργήσουμε. Η ιεραρχική χρηματοδότηση των τραπεζών περιθωριοποιεί τη ατομική ευθύνη και ενισχύει τον καιροσκοπισμό.

[Το μέλλον της συνεργασίας] Ο καιροσκόπος δεν είναι φύσει απατεώνας. Είναι «ορθολογικά εγωιστής». Θα συμμορφωθεί στους κανόνες όταν τον συμφέρει. Αν βρεθεί σε περιβάλλον όπου πλειοψηφούν οι συνεργάσιμοι και υπάρχουν κυρώσεις στην καιροσκοπία, τότε μετατρέπεται σε συνεργάσιμο[11]. Το πρόβλημα εδώ είναι ο φαύλος κύκλος. Αν το σύνολο ξεκινάει με πλειονότητα καιροσκόπων, πολύ δύσκολα θα συγκλίνει σε ένα καθεστώς συνεργασίας. Για αυτό μετράει τόσο πολύ η ιστορική κληρονομιά.
Στη Δύση η κληρονομιά ήταν υπέρ της συνεργασίας. Υπάρχουν όμως φόβοι ότι τις τελευταίες δεκαετίες φθείρονται οι θεσμοί και διογκώνεται ο ατομισμός. Οι αιτίες που αναφέρονται είναι πολλές, από τη διάβρωση της οικογένειας, τον καταναλωτισμό και τα ατομικά δικαιώματα μέχρι τον οικονομικό φιλελευθερισμό, την εισοδηματική ανισότητα και τις προσόδους. Μήπως εκεί που τείνουν οι Δυτικοί είμαστε ήδη εμείς; Μήπως είμαστε εικόνα από το δυστοπικό τους μέλλον;
Μια αντίρροπη τάση έρχεται από την τεχνολογία. Οι πλατφόρμες ενημέρωσης και συνεργασίας που καθιστούν διάφανη τη συνεισφορά του καθενός και άχρηστη την ιεραρχία επιτρέπουν για πρώτη φορά στην ιστορία να δημιουργούνται συλλογικά προϊόντα με καταμερισμό ατομικής ευθύνης. Δίνουν ένα πλαίσιο συνεργασίας για καιροσκόπους· π.χ. δίνουν τη δυνατότητα σε κάθε μοναχικό προγραμματιστή να πουλήσει υπηρεσίες σε όλο τον κόσμο. Παράλληλα δίνουν μεγάλη δύναμη στην εθελοντική προσφορά του ελεύθερου χρόνου (λ.χ. Wikipedia) και επιτρέπουν τη συντήρηση μερικών συλλογικών αγαθών χωρίς μεγάλες προσωπικές θυσίες. Μήπως ο ελληνικός ατομισμός βρει τώρα μια δημιουργική θέση στην παγκόσμια οικονομία;

[Προγραμματικά] Κλείνω με λίγα προλεγόμενα σε μια μεγάλη συζήτηση.
Η πολιτική ανάπτυξης θα πετύχει μόνο αν εστιάσει στις οικογενειακές στρατηγικές, στις μικροεπιχειρήσεις, στην προσοδοκρατία και στον καιροσκοπισμό – είτε για να αξιοποιήσει μερικά στοιχεία τους, είτε για να τα αλλάξει.
Ένα νέο ελληνικό αναπτυξιακό μοντέλο δεν θα μοιάζει με τα πετυχημένα διεθνώς. Ξεκινάει από άλλες βάσεις, και θα έχει άλλη τροχιά. Ας αποδεχθούμε την ιδιομορφία.
Η κοινωνία έχει αναπτύξει ανεπίσημους θεσμούς ευρείας αποδοχής. Τα φροντιστήρια, για παράδειγμα, που δεν κλείνουν ποτέ όταν γίνονται καταλήψεις στα σχολεία. Ή τις μεταχρονολογημένες επιταγές. Ας σκεφτούμε πώς θα τους αξιοποιήσουμε. Δεν έχουμε μεγάλες επιχειρήσεις στα διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά. Θα ενισχύσουμε τη συγκέντρωση του κεφαλαίου εκεί, και με ποιο τρόπο; Να ένα ερώτημα-αγκάθι για όλο το ιδεολογικό φάσμα. Και αν ναι, πώς θα αποτρέψουμε την προσοδοθηρία και τον καιροσκοπισμό που εισχωρούν σε όλες τις μεγάλης κλίμακας προσπάθειες στη χώρα μας;
Οι μικρές μονάδες θα είναι πάντα κρίσιμες σε εμάς. Χρειάζεται να γίνουν εξωστρεφείς, ανταγωνιστικές, να καινοτομούν, να συντονίζονται, να μην επιβαρύνονται από τη δημόσια διοίκηση. Όλα τα συστήματα του Δημοσίου, εκπαιδευτικό, φορολογικό, ασφαλιστικό, έρευνα, υποδομές, πρέπει να υποστηρίξουν αυτούς τους στόχους. Το αναπτυξιακό λογοπλαίσιο να διαμορφωθεί πάνω στη μικρή κλίμακα.
Ο καθείς και το όπλα του.


ΑΠΟ ΤΟ ΑΝΤΙΦΩΝΟ

Τρίτη 29 Μαΐου 2012

Kurt Gödel (1906-1978)



Το 1906 γεννιέται στην Τσεχία ένα αγόρι με υψηλότατο βαθμό νοημοσύνης, ο Kurt Gödel που θα γίνει ένας από τους σημαντικότερους μαθηματικούς, ή ο σημαντικότερος για πολλούς καθώς το περιοδικό Time τον ανέδειξε ως την κορυφαία μαθηματική προσωπικότητα του 20ου αιώνα. Έγινε διάσημος με το θεώρημα περί μη πληρότητας που ήρθε να αναταράξει τα μέχρι τότε συμβατικά και αξιωματικά μαθηματικά

Στα 8 του χρόνια συνειδητοποιεί ότι οι διανοητικοί ορίζοντες των γονιών του είναι πολύ περιορισμένοι και δεν μπορούσαν να το καλύψουν νοητικά. Η λογική κυριαρχεί στη σκέψη του από παιδί, όμως ο σπόρος της παράνοιας διαμορφώνει το βίο του.


Στα 18 του - στο Πανεπιστήμιο πια - γνωρίζει τον έρωτα της ζωής του: τον πλατωνισμό. Λίγο αργότερα στα είκοσι πέντε του, αιχμάλωτος της λογικής των μαθηματικών αλλά και της μεταφυσικής πλευράς των μαθηματικών, επινοεί το θεώρημα της μη πληρότητας στο οποίο δείχνει ότι σε ένα μαθηματικό σύστημα υπάρχουν αναφορές, οι οποίες αν και είναι αληθείς δεν μπορούν να αποδειχθούν.
Το θεώρημα της μη πληρότητας προκάλεσε μεγάλο σεισμό στα μαθηματικά θεμέλια, όπως και η Αριθμητική Γκέντελ που θα επηρεάσει τον Άλαν Τιούρινγκ τον πατέρα της λειτουργίας των ηλεκτρονικών υπολογιστών.

Ο Γκέντελ έζησε από κοντά τον Κύκλο της Βιέννης, ουσιαστικά την αρχή του θετικισμού. Εκεί ο Βιτγκενστάιν θα βάλει τα θεμέλια του λογικού θετικισμού, τον οποίο θα ακολουθήσουν πολλοί άλλοι φιλόσοφοι επηρεασμένοι από το μεγαλείο της σκέψης του. Οι Γκέντελ - Βιτγκενστάιν μάλλον ποτέ δεν συμπάθησαν ο ένας τον άλλο, αν και ο Γκέντελ απέφευγε οποιεσδήποτε δημόσιες αντιπαραθέσεις. Ο Βιτγκενστάιν θα προσπαθήσει να μηδενίσει τη σημαντικότητα του θεωρήματος της μη-πληρότητας, χωρίς όμως να καταφέρει τίποτα. Πολλοί τότε τον συγκαταλέγανε στους εμπειριστές λόγω της παρουσίας του στον Κύκλο της Βιέννης, όμως ο ίδιος διατυμπάνιζε πως δεν ήταν ποτέ εμπειριστής.Ουσιαστικά και οι δύο - αν και ο Βιτγκενστάιν ήταν περισσότερο εμπειριστής - αναζητούσαν την αλήθεια πέρα από αυτό που γινόταν αντιληπτό με τις αισθήσεις μας.
Εκεί στη Βιέννη του Μεσοπολέμου για πρώτη φορά αρνείται το φαγητό θεωρώντας το ωςπηγή μικροβίων. Η νευρική κατάρρευση, ως ψυχολογική απόρροια του τέλους του Κύκλου της Βιέννης, τον οδηγεί στο σανατόριο.
Στις ατραπούς του παράλογου - αλλά ταυτόχρονα πιστός στη λογική της επιστήμης του - νυμφεύεται στη Βιέννη, που ήδη έχει καταληφθεί από τους ναζιστές, απ' όπου φεύγει τον Ιανουάριο του 1940 ξανά - οριστικά τώρα - για την Αμερική, μέσω του υπερσιβηρικού τραίνου και της Ιαπωνίας.
Γκέντελ και Αϊνστάιν
Οι Γκέντελ και Αϊνστάιν έφτασαν στην Αμερική κυνηγημένοι από την θύελλα του Ναζισμού στη δεκαετία του '30, και μάλιστα βρήκαν καταφύγιο στο ίδιο ήσυχο ακαδημαϊκό περιβάλλον, στο Πρίνστον, μια κλειστή λέσχη διανοουμένων, που τα μέλη της δεν είχαν άλλο καθήκον από το να σκέφτονται. Οι δύο τους μαζί με έναν άλλο γερμανόφωνο θεωρητικό, τον Βέρνερ Χάιζενμπεργκ, υπέγραψαν τρία από τα βασικότερα επιστημονικά ευρήματα του αιώνα. Και οι τρεις με τις ανακαλύψεις τους ανέδειξαν κάποιον κρυμμένο και ανησυχητικό περιορισμό.

Ο Αϊνστάιν με τη θεωρία της σχετικότητας έθεσε ένα όριο - την ταχύτητα του φωτός - στη ροή κάθε σήματος που μεταφέρει πληροφορίες.

Ο Χάιζενμπεργκ με τη θεωρία της κβαντομηχανικής έθεσε όριο στην ακρίβεια των μετρήσεων στο μικρόκοσμο - δεν μπορούμε να μετρήσουμε ακριβώς τη θέση, την ενέργεια και την ορμή των σωματιδίων όταν επιχειρούμε να τα παρατηρήσουμε.

Τέλος ο Γκέντελ με το θεώρημα της μη πληρότητας έδειξε ότι υπάρχει ένα όριο στη γνώση μας για το κάθε τι, γιατί πάντα θα απαιτούνται περισσότερα στοιχεία που αναγκαστικά θα μας δίνονται μόνο απ' έξω από το υπό μελέτην σύστημα. Σύμφωνα λοιπόν με αυτό ποτέ δεν θα συλλάβουμε το σύνολο των μαθηματικών αληθειών με μια πεπερασμένη ή αναδρομική λίστα καθαρά τυπικών αξιωμάτων.

Η βαθιά φιλία του Άλμπερτ Αϊνστάιν με τον Κουρτ Γκέντελ "άφησε εποχή". Αποδείχθηκε πολύ σημαντική, τόσο για την ίδια την επιστήμη όσο και για τους δύο κορυφαίους επιστήμονες. Οι ανακαλύψεις τους - στο πλαίσιο των συγκλονιστικών ρευμάτων της φυσικής, της φιλοσοφίας της λογικής, των μαθηματικών και της τέχνης που κατέκλυσαν τον εικοστό αιώνα- ήταν κοσμοϊστορικές.
Στα 29 του βρίσκεται στο Πρίνστον, όπου εμπνέει τον Άλαν Τιούρινγκ με την Αριθμητική του. Στην Αμερική όμως η σύζυγός του περνά δύσκολες ώρες μαζί του, αλλά ο Αϊνστάιν, βρίσκει στο πρόσωπό του τον τέλειο φίλο. Οι δυο τους σφυρηλατούν θεωρίες που συγκλονίζουν τα θεμέλια των θετικών επιστημών. Από τις πρώτες κιόλας ημέρες που βρέθηκαν στην Αμερική, στο Ινστιτούτο Ανωτέρων Σπουδών του Πρίνστον, επέστρεφαν αχώριστοι κάθε μέρα μαζί στα σπίτια τους. Μοιράζονταν τις ιδέες τους για τη φυσική, τη φιλοσοφία, την πολιτική, και αναπολούσαν την Εδέμ της αυστρο-γερμανικής επιστήμης όπου ανατράφηκαν.
Το 1949 ο Κουρτ Γκέντελ δημοσίευσε μια εργασία τόσο ρηξικέλευθη, που συγκλόνισε την επιστημονική κοινότητα. Απέδειξε ότι υπάρχουν Kόσμοι (που περιγράφονται από τη θεωρία της σχετικότητας) στους οποίους ο χρόνος δεν υφίσταται (όπως εμείς τον κατανοούμε). Και δεν στάθηκε μόνον εκεί. Απέδειξε επίσης ότι, εφόσον ο χρόνος απουσιάζει από αυτά τα θεωρητικά σύμπαντα, δεν υφίσταται ούτε στο δικό μας Κόσμο. Μπροστά σε αυτές τις ανατρεπτικές κοσμοθεωρήσεις, οι φιλόσοφοι παραμένουν μέχρι σήμερα εκκωφαντικά σιωπηλοί - η σιωπή τους θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως το μεγαλύτερο σκάνδαλο της διανόησης στα τέλη του περασμένου αιώνα.
Ο Αϊνστάιν δεν ερμήνευσε την έννοια του χρόνου - όπως νομίζουν οι περισσότεροι φυσικοί και φιλόσοφοι - αλλά μείωσε εντελώς τη σημασία της αναγνωρίζοντας τη σημαντική συνεισφορά του Γκέντελ στη γενική θεωρία της σχετικότητας. Οι φυσικοί προσπαθούν, ανεπιτυχώς, να επισημάνουν κάποιο λάθος στη φυσική του Γκέντελ ή κάποιο ελλείπον στοιχείο στην ίδια τη σχετικότητα, ώστε να αποκλείσουν τους συλλογισμούς του Γκέντελ. Ο Χόκινγκ αργότερα πρότεινε μία κατ' εξαίρεση τροποποίηση - την εικασία για την προστασία της χρονολογίας - στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τους νόμους της φύσης, αποκλειστικά και μόνο για να ακυρώσει τη συνεισφορά του Γκέντελ στη σχετικότητα.
Μιλώντας στον Γκέντελ για το τετραδιάστατο σύμπαν του χωροχρόνου που ο ίδιος είχε δημιουργήσει, ο Αϊνστάιν φύτευε τον σπόρο της σχετικότητας στο μυαλό ενός ανθρώπου που αργότερα κάποιοι θα περιέγραφαν ως συνδυασμό Αϊνστάιν και Κάφκα. Αν ο Αϊνστάιν κατάφερε να μεταμορφώσει τον χρόνο σε χώρο, ο Γκέντελ πέτυχε κάτι ακόμα πιο μαγικό: έκανε τον χρόνο να εξαφανιστεί. Έχοντας ήδη σείσει συθέμελα τον μαθηματικό κόσμο με το θεώρημα της μη πληρότητας, τώρα ο Γκέντελ καταπιανόταν με τον Αϊνστάιν και την σχετικότητα. Χωρίς να χάνει χρόνο, ανακοίνωσε πως είχε ανακαλύψει καινούριες και αναπάντεχες κοσμολογικές λύσεις για τις εξισώσεις πεδίου της γενικής σχετικότητας, λύσεις στις οποίες ο χρόνος περνούσε από εκπληκτική μεταμόρφωση. Τελικά τα μαθηματικά, η φυσική και η φιλοσοφία του Γκέντελ έφεραν κάτι το εντελώς καινούριο στο χώρο της επιστήμης.
Από πλευράς παρουσιαστικού οι δύο τους, ήταν εντελώς αντίθετοι. Ο Γκέντελ, λεπτός σαλείψανο, με το σκελετωμένο του κορμί τυλιγμένο, ακόμα και στην κάψα του καλοκαιριού, με παλτό και κασκόλ. Κάτισχνος και κατηφής, τραβούσε την προσοχή με το οξύ βλέμμα που διαπερνούσε τους χοντρούς φακούς του, σαν κουκουβάγια από άλλη διάσταση, σαν στοιχειό. Από μικρός, είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι όσο λιγότερο τρώει κανείς τόσο το καλύτερο. Σε όλη του τη ζωή τήρησε αυστηρά αυτή την αλλόκοτη αρχή, αγνοώντας την κοινή λογική, που έτσι κι αλλιώς δε χαρακτήριζε τη στάση του απέναντι στη ζωή. Με τα χρόνια, αυτή η εμμονή, εξελίχθηκε σταδιακά σε νεύρωση και έγινε η κύρια αιτία του θανάτου του.
Στο άλλο άκρο, ο Αϊνστάιν, που η πνευματική του υγεία ουδέποτε αμφισβητήθηκε, απολάμβανε εξίσου ένα καλό γερμανικό φαγητό με μπύρα, αλλά κι ένα καλό θεώρημα. Έτσι απέκτησε με τα χρόνια μια φουσκωμένη κοιλίτσα, που ταίριαζε απόλυτα στην εικόνα του σεβάσμιου καθηγητή.
Κατά τη διάρκεια της πολύχρονης παρουσίας του στο Ίδρυμα, Ο Γκέντελ στράφηκε στη φιλοσοφία και τη φυσική. Μελέτησε και θαύμασε τις εργασίες του Gottfried Leibniz, αλλά είχε την (αστήρικτη) πεποίθηση ότι οι περισσότερες από τις εργασίες του Leibniz είχαν αποσιωπηθεί. Σε μια μικρότερη έκταση μελέτησε τον Kant καθώς και τον Edmund Husserl. Στις αρχές της δεκαετίας του '70, ο Γκέντελ κυκλοφόρησε μεταξύ των φίλων του μια επεξεργασία της οντολογικής απόδειξης του Leibniz περί της ύπαρξης του Θεού. Αυτή η εργασία είναι τώρα γνωστό ως οντολογική απόδειξη του Γκέντελ.
<!--[if !supportLineBreakNewLine]-->
<!--[endif]-->Προς το τέλος της δεκαετίας του '40, ο Γκέντελ απέδειξε την ύπαρξη των παράδοξων λύσεων στις εξισώσεις πεδίου της γενικής σχετικότητας του Αϊνστάιν. Αυτοί οι "περιστρεφόμενοι κόσμοι" θα επέτρεπαν το ταξίδι στον χρόνο, που έκαναν ακόμη και τον Einstein να έχει αμφιβολίες για τη θεωρία του.

Ο Γκέντελ έγινε μόνιμο μέλος της IAS (Ίδρυμα Προκεχωρημένων Σπουδών του Πρίνστον) το 1946. Περίπου τότε σταμάτησε την έκδοση νέων έργων, αν και συνέχισε να εργάζεται. Έγινε καθηγητής στο ίδιο Ίδρυμα το 1953 και ομότιμος καθηγητής το 1976.Στο Γκέντελ απονεμήθηκε το πρώτο Βραβείο Αλβέρτου Αϊνστάιν το 1951, ενώ του δόθηκε επίσης και το Εθνικό Μετάλλιο της Επιστήμης το 1974.
Το 1999 το περιοδικό Time διενήργησε μια ψηφοφορία για να ορίσει τους 20 πιο σημαντικούς διανοητές του 20ού αιώνα. Ο Γκέντελ ήταν ένας από τους δύο μόνο μαθηματικούς που υπήρχαν στο αποτέλεσμα της ψηφοφορίας. Ήρθε ένατος, μπροστά από τον αστρονόμο Edwin Hubble, το φυσικό Enrico Fermi, το φιλόσοφο και οικονομολόγο John Maynard Keynes, τον εφευρέτη του τρανζίστορ William Shockley, τους βιοχημικούς James Watson και Francis Crick που ανακάλυψαν το σχέδιο της διπλής έλικας του DNA, τον υπεύθυνο για την ανάπτυξη των εμβολίων της πολιομυελίτιδας Jonas Salk, και τον Tim Berners-Lee δημιουργού του World Wide Web. Στην ψηφοφορία εκείνη ο Αλβέρτος Αϊνστάιν βγήκε πρόσωπο του αιώνα.
Το θεώρημα της Μη Πληρότητας του Γκέντελ
Το 1902 ο γερμανός μαθηματικός Γκότλομπ Φρέγκε (Gottlob Frege) προσπάθησε να δημιουργήσει ένα σύστημα συμβολικής λογικής που να αποτελεί τη βάση όλων των μαθηματικών. Το σύστημα του χαρακτηριζόταν από απόλυτη αυστηρότητα, είχε τον ελάχιστο δυνατό αριθμό αυθαίρετων παραδοχών και η δόμηση του γινόταν με απόδειξη βήμα βήμα. Όμως ο γνωστός βρετανός μαθηματικός και φιλόσοφος επεσήμανε στον Γκότλομπ Φρέγκε μια αντίφαση που είχε το σύστημα του. Τελικά ο Φρέγκε κατάλαβε ότι όλη του η εργασία ήταν άχρηστη, αφού δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει ή να εξαλείψει αυτή την αντίφαση. Αργότερα απέτυχαν κι άλλοι μαθηματικοί να θεμελιώσουν τα μαθηματικά σε μια τυπική λογική βάση.

Το 1931 ο Κουρτ Γκέντελ έθεσε τέλος σε όλα αυτά τα επιχειρήματα με το Θεώρημα της Μη Πληρότητας ή του Γκέντελ όπως λέγεται. Ο Γκέντελ μετέφρασε τα σύμβολα της συμβολικής λογικής σε αριθμούς κατά συστηματικό τρόπο και απέδειξε ότι είναι πάντα δυνατόν να βρεθεί ένας αριθμός στον οποίο δεν μπορούμε να καταλήξουμε αρχίζοντας από τους άλλους αριθμούς του συστήματος.
Ο Γκέντελ τελικά καταλήγει στην εξής διατύπωση για το θεώρημα της μη πληρότητας: κάθε σύστημα αξιωμάτων περιλαμβάνει προτάσεις τις οποίες δεν μπορούμε να διερευνήσουμε αν είναι αληθείς ή ψευδείς, με τα μέσα που μας δίνει το ίδιο το σύστημα. Με άλλα λόγια, για να μπορέσουμε να αποδείξουμε τις αξιωματικές αυτές προτάσεις πρέπει να χρησιμοποιήσουμε ένα άλλο σύστημα αξιωμάτων ακόμα πιο ευρύ, που να περιέχει το προηγούμενο. Έτσι όμως, μένουμε και πάλι με την αδυναμία μας να αποδείξουμε το ευρύτερο αυτό σύστημα, και χρειαζόμαστε κάτι ακόμα ευρύτερο. Τελικά φαίνεται ότι η γνώση μας για το κάθε τι πάντα θα απαιτεί περισσότερα στοιχεία, που αναγκαστικά θα μας δίνονται μόνο απ' έξω από το υπό μελέτην σύστημα.
Με αυτό το θεώρημα, ο Γκέντελ έθεσε τέλος στην αναζήτηση της βεβαιότητας στα μαθηματικά, αποδεικνύοντας ότι δεν υπάρχει βεβαιότητα και δεν μπορεί να υπάρξει, όπως ακριβώς είχε κάνει ο Χάιζενμπεργκ στην φυσική.
Το Θεώρημα της μη-πληρότητας, αποδεικνύει ουσιαστικά ότι ακόμη και στα μαθηματικά, το απώτατο προπύργιο του ορθολογισμού, η αποδεικτική δύναμη της Λογικής έχει όρια. Ότι δηλαδή σε κάθε θεωρία, όσο καλο-δομημένη κι αν είναι, με όσα μη-αντιφατικά αξιώματα κι αν εξοπλισθεί, θα μείνουν πάντα αλήθειες μη-αποδείξιμες, απροσπέλαστες απ’ τη μέθοδο του «ένα και ένα κάνουν δύο». Αυτό φυσικά διόλου δεν σημαίνει ότι το Θεώρημα δείχνει πως η Λογική είναι σαθρό εργαλείο. Καθόλου. Βάζει όμως φραγμό στην παντοδυναμία της. Ή με άλλα λόγια λέει ότι ανεξάρτητα από το πόσο σκληρά προσπαθείτε, ποτέ δεν θα είσαστε σε θέση να μειώσετε όλα τα μαθηματικά για να εφαρμόσετε σταθερούς κανόνες. Ανεξάρτητα από πόσους κανόνες και διαδικασίες γράφετε, θα υπάρχουν πάντα μερικά αληθινά γεγονότα που δεν θα μπορείτε να αποδείξετε. Ωστόσο, το θεώρημα του Γκέντελ δεν επηρεάζει τα συνήθη μαθηματικά. Δύο συν δύο εξακολουθούν να κάνουν τέσσερα.
Μερικοί επιστήμονες, όπως ο μαθηματικός και φυσικός της Οξφόρδης Roger Penrose, έχουν χρησιμοποιήσει το θεώρημα της Μη Πληρότητας για να υποστηρίξουν ότι ο ανθρώπινος εγκέφαλος δεν λειτουργεί σαν τον υπολογιστή, και ειδικότερα ότι δεν είναι επιτεύξιμη η τεχνητή νοημοσύνη. Σύμφωνα με την ερμηνεία του Penrose του θεωρήματος του Γκέντελ, τα μαθηματικά έχουν ένα στοιχείο που είναι απολύτως δημιουργικό.

Από μια άλλη άποψη το θεώρημα αυτό δείχνει πως για να μπορέσει να καταλάβει πλήρως το σύμπαν πρέπει να το θεωρήσει παρατηρώντας το από μια θέση έξω απ' αυτό. Μέσα στο σύμπαν υπάρχουν όρια για την κατανόηση του. Μήπως λοιπόν είναι ανώφελο να ψάχνουμε για να βρούμε όλες τις απαντήσεις για τον Κόσμο μας; μήπως τα μυστικά του Κόσμου είναι καλά κρυμμένα για τις οντότητες που είναι μέσα σε αυτόν;
Το τέλος του
Η φοβία του για επικείμενη τροφική δηλητηρίαση τον ωθεί σε αυτο-επιβεβλημένη ασιτία. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του έβλεπε παντού συνομωσίες κι είχε αναπτύξει διάφορες φοβίες, όπως π.χ. η έκλυση διαφόρων τοξικών αερίων κατά την επίσκεψή του στο ψυγείο. Λίγο πριν ξεψυχήσει, ο Γκέντελ έχει βάρος 33 κιλά.
Κουλουριασμένος σαν έμβρυο, πεθαίνει το Σάββατο, 14 Ιανουαρίου του 1978, στη μία το μεσημέρι.
Πηγές:
1. Το βιβλίο: Αιχμάλωτος των Μαθηματικών. Ο Κουρτ Γκέντελ και το θεώρημα της Μη Πληρότητας, εκδ. Τραυλός
2. Δοξιάδη Απόστολου:Το θεώρημα Μη Πληρότητας
3. Wikipedia
4. Το βιβλίο: Ένας κόσμος δίχως χρόνο Η ξεχασμένη κληρονομιά των Γκέντελ και Αϊνστάιν, εκδ. Τραυλός
Αναδημοσίευση: e-keimena.gr




Ποιο είναι το ζήτημα στη δημοκρατία



Όπως γνωρίζει ο καθένας, «δημοκρατία» σημαίνει στα γερμανικά «λαϊκή εξουσία» ή «λαϊκή κυριαρχία», σε αντίθε­ση με την «αριστοκρατία» (εξουσία των καλύτερων ή των εξεχόντων) και τη «μοναρχία» (εξουσία ενός ατόμου). Το νόημα της λέξης όμως δεν μας βοηθάει περισσότερο. Γιατι ο λαός δεν εξουσιάζει πουθενά: Παντού εξουσιάζουν οι κυ­βερνήσεις (και δυστυχώς επίσης η γραφειοκρατία, δηλαδη οι κρατικοί υπάλληλοι, που μόνο δύσκολα ή και καθόλου μπορούν να τους ζητηθούν ευθύνες). Εξάλλου, η Μεγάλη Βρετανία, η Δανία και η Σουηδία είναι μοναρχίες και συγ­χρόνως πολύ καλά παραδείγματα δημοκρατιών (με την ε­ξαίρεση ίσως της Σουηδίας, όπου μια ανεύθυνη φορολογι­κή γραφειοκρατία ασκεί τώρα δικτατορική εξουσία)· τελεί­ως αντίθετα από τη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας, που αυτοχαρακτηρίζεται δημοκρατία - δυστυχώς, όμως, άδικα.

Ποιο είναι λοιπόν το ζήτημα στη δημοκρατία;

Στην πραγματικότητα υπάρχουν δύο μορφές κράτους:  Εκείνες όπου είναι δυνατό να απαλλαγεί κανείς από την κυβέρνηση μέσω ψηφοφορίας και χωρίς αιματοχυσία, και εκείνες όπου αυτό δεν είναι δυνατό. Αυτό είναι το ζήτημα, όχι το πώς αποκαλείται η μορφή κράτους. Συνήθως η πρώτη μορφή ονομάζεται «δημοκρατία» και η δεύτερη «δικτατο­ρία» ή «τυραννίδα». Αλλά το θέμα δεν είναι η φιλονικία για λέξεις (όπως «Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας»). Το α­ποφασιστικό σημείο είναι μόνο η δυνατότητα αποπομπής της κυβέρνησης χωρίς αιματοχυσία.


Για την αποπομπή αυτή υπάρχουν διάφορες μέθοδοι. Η καλύτερη είναι η ψηφοφορία:   Καινούργιες εκλογές ή μια ψηφοφορία σε ένα εκλεγμένο κοινοβούλιο μπορούν να ρί­ξουν την κυβέρνηση. Περί αυτού πρόκειται. Συνεπώς είναι λάθος, όταν δίνει κανείς έμφαση στα ερωτήματα (όπως γί­νεται από τον Πλάτωνα μέχρι τον Μαρξ και ακόμη αργό­τερα συνεχώς): «Ο λαός (ο όχλος) ή οι λίγοι άριστοι; Οι (καλοί) εργάτες ή οι (κακοί) καπιταλιστές; Η πλειοψηφία η η μειοψηφία; Το δεξιό κόμμα, το αριστερό κόμμα ή ένα κόμμα του κέντρου;» Όλα αυτά τα ερωτήματα έχουν τεθεί με λανθασμένο τρόπο. Γιατί, για όσο μπορεί κανείς να ξεφορτωθεί την κυβέρνηση χωρίς αιματοχυσία, το ζήτημα δεν είναι το ποιος κυβερνά. Κάθε κυβέρνηση, την οποία μπο­ρεί κανείς να ξεφορτωθεί, έχει ισχυρό κίνητρο να συμπερι­φέρεται έτσι ώστε να είναι κανείς ευχαριστημένος από αυ­τήν. Και το κίνητρο αυτό εξαλείφεται όταν η κυβέρνηση ξέρει ότι δεν μπορούν να την ξεφορτωθούν εύκολα.

-Για να δείξω πόσο σημαντική είναι στην πράξη αυτή η θεωρία της δημοκρατίας, θα ήθελα να την εφαρμόσω στο πρόβλημα του αναλογικού εκλογικού δικαιώματος. Η κρι­τική μου εδώ σε ένα εκλογικό δίκαιο, ριζωμένο στο τόσο δοκιμασμένο Σύνταγμα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας, πρέπει να θεωρηθεί απλώς ως προσπάθεια να ανοίξει μία συζήτηση για μια άποψη που, από όσο γνωρίζω, εξετάζε­ται σπάνια. Τα Συντάγματα δεν επιτρέπεται να αλλάζουν με επιπόλαιο τρόπο· είναι καλό όμως να συζητάμε κριτικά γι' αυτά, για να κρατήσουμε ζωντανή τη συνείδηση της ση­μασίας τους.

  Στις δημοκρατίες της δυτικοευρωπαϊκής ηπείρoυ είναι διαδεδομένο ένα εκλογικό δίκαιο που διαφοροποιείτε ουσιωδώς από εκείνο που ισχύει στη Μεγάλη Βρετανια και τις Ηνωμένες Πολιτείες, και που βασίζεται στην ιδεα της  τοπικής αντιπροσώπευσης. Στη Μεγάλη Βρετανία καθε κλογική περιφέρεια στέλνει στο κοινοβούλιο έναν αντιπροσωπο: Εκείνον που πήρε τις περισσότερες ψήφους. Το αν ανήκει σε κάποιο κόμμα ή σε ποιο κόμμα ανήκει δεν κατα γράφεται επίσημα. Καθήκον του είναι να εκπροσωπησει όσο καλύτερα και πιο ευσυνείδητα μπορεί τα συμφέροντα εκείνων που κατοικούν στην εκλογική του περιφέρεια, ειτε ανήκουν σε κάποιο κόμμα είτε όχι. Φυσικά υπάρχουν κομ­ματα και παίζουν μεγάλο ρόλο στο σχηματισμό κυβερνησεων. Όταν όμως ο αντιπρόσωπος μιας εκλογικής περιφέ­ρειας πιστεύει πως συμφέρει την εκλογική του περιφέρεια (και ίσως όλον το λαό) να ψηφίσει ενάντια στο κόμμα του, ή και να ξεκόψει από αυτό, έχει καθήκον να το κάνει. Ο Ουίνστον Τσώρτσιλ, ο μεγαλύτερος πολιτικός άνδρας του αιώνα μας, δεν υπήρξε ποτέ οπαδός και άλλαξε κόμμα δύο φορές. Στη δυτική Ευρώπη τα πράγματα είναι τελείως δια­φορετικά. Το σύστημα της αναλογικής επιτάσσει να παίρ­νει κάθε κόμμα τόσους αντιπροσώπους στο κοινοβούλιο -π.χ. την ομοσπονδιακή βουλή-, ώστε ο αριθμός των βου­λευτών των διαφόρων κομμάτων να βρίσκεται σε κατά το δυνατόν ακριβή αντιστοιχία με τις ψήφους που πήρε το κόμμα.


Τα κόμματα αναγνωρίζονται έτσι από το Σύνταγμα του κράτους και έχουν τα θεμέλια τους στο Σύνταγμα. Και ο μεμονωμένος βουλευτής εκλέγεται επισήμως ως εκπρόσω­πος του κόμματος του. Έτσι, δεν μπορεί να έχει καθήκον, υπό ορισμένες περιστάσεις, να ψηφίσει εναντίον του κόμ­ματος του: Είναι, τουναντίον, ηθικά προσδεδεμένος στο κόμμα του, αφού εξελέγη μόνον ως εκπρόσωπος αυτού του κόμματος (και σε περίπτωση που δεν μπορέσει να συμβι­βάσει αυτό το γεγονός με τη συνείδηση του, έχει την ηθική υποχρέωση να παραιτηθεί: ακόμη και αν δεν το επιτάσσει το Σύνταγμα).


Γνωρίζω φυσικά ότι τα κόμματα χρειάζονται. Κανείς ως τώρα δεν έχει επινοήσει ένα δημοκρατικό σύστημα που να
τα καταφέρνει χωρίς αυτά. Αλλά τα πολιτικά κόμματα δεν είναι ιδιαιτέρως ευτυχές φαινόμενο. Από την άλλη, χωρίς κόμματα δεν γίνεται. Καμία δημοκρατία μας δεν είναι λαϊ­κή κυβέρνηση, όλες είναι κυβερνήσεις κομμάτων. Δηλαδή κυβερνήσεις των ηγετών των κομμάτων. Γιατί όσο μεγαλϋτερο είναι ένα κόμμα, τόσο μικρότερη ενότητα έχει, τόσο λιγότερο δημοκρατικό είναι, τόσο μικρότερη επιρροή έχουν αυτοί που το ψηφίζουν στην κομματική ηγεσία και το κομ­ματικό πρόγραμμα.
 Η πεποίθηση πως μια ομοσπονδιακή βουλή ή ένα κοινοβούλιο που έχει εκλεγεί με το αναλογικό σύστημα είναι καλύτερος καθρέφτης του λαού και των επι­θυμιών του είναι εσφαλμένη.Δεν εκπροσωπούν το λαό και τις απόψεις του παρα αποκλειστικα την επιρροή των κομμάτων (και της προπαγάνδας) στον πληθυσμό την ημέρα των εκλογων.Και κάνει δυσκολότερο να γίνει η ημέρα των εκλογών αυτό που θα μπορούσε και θα όφειλε να είναι: Μια ημέρα λαϊκής δίκης της κυβερνητικής δραστηριότη­τας.
Δεν υπάρχει λοιπόν καμιά έγκυρη θεωρία για τη λαϊκή κυριαρχία — καμία από αυτές που αξιώνουν την αναλογική εκπροσώπηση. Έτσι, θα πρέπει να ρωτήσουμε πώς επιδρά στην πράξη η αναλογική εκπροσώπηση. Πρώτον στο σχη­ματισμό κυβέρνησης, δεύτερον στην τόσο αποφασιστικής σημασίας δυνατότητα να αποπεμφθεί μία κυβέρνηση.

1. Όσο περισσότερα τα κόμματα, τόσο δυσκολότερος ο σχηματισμός κθβέρνησης.Αυτο αποδεικνύεται, πρώτον. από την εμπειρία και, δεύτερον, από τη λογική: Αν υπήρ­χαν μόνο δύο κόμματα, ο σχηματισμός κυβέρνησης θα ήταν εύκολος. Η αναλογική εκπροσώπηση όμως δίνει τη δυνα­τότητα και σε μικρά κόμματα να κερδίσουν μεγάλο —και συχνά αποφασιστικό— έλεγχο στο σχηματισμό κυβερνή­σεων και, έτσι, στις πολιτικές αποφάσεις της κυβέρνησης. Ο καθένας θα το παραδεχτεί αυτό: Και ο καθένας ξέρειότι η αναλογική εκπροσώπηση πολλαπλασιάζει τον αριθ­μό των κομμάτων. Αλλά όσο κανείς θεωρεί ότι η «ουσία» της δημοκρατίας συνίσταται στη λαϊκή κυριαρχία, πρέπει, ως δημοκράτης, να δεχτεί και τις δυσκολίες αυτές, αφού η αναλογική εκπροσώπηση εμφανίζεται τότε ως «ουσιώδης».
2. Η αναλογική εκπροσώπηση όμως, και μαζί ο μεγάλος αριθμός κομμάτων, είναι πιθανό να ασκήσει ακόμα χειρό­τερη επίδραση σε ό,τι αφορά κάποια μεγάλης σημασίας αποπομπή μιας κυβέρνησης μέσω δημοψηφίσματος, για πα­ράδειγμα μέσω νέας εκλογής κοινοβουλίου:

Πρώτον, επειδή ξέρει κανείς ότι υπάρχουν πολλά κόμμα­τα και άρα με δυσκολία θα περιμένει πως ένα από τα πολλά κόμματα θα έχει την απόλυτη πλειοψηφία. Έτσι, αν η προσ­δοκία αυτή επαληθευθεί, τότε ακριβώς, το δημοψήφισμα δεν εκφράζεται εναντίον κανενός κόμματος. Κανένα κόμμα δεν αποπέμπεται, κανένα κόμμα δεν καταδικάζεται.

Δεύτερον, κανείς δεν περιμένει να είναι η ημέρα των ε­κλογών μέρα λαϊκής δίκης για την κυβέρνηση. Μερικές φο­ρές η κυβέρνηση είναι κυβέρνηση μειοψηφίας και έτσι δεν μπορεί να κάνει αυτό που θεωρεί σωστό, παρά εξωθείται σε παραχωρήσεις· ή είναι κυβέρνηση συνασπισμού, στην οποία κανένα από τα κυβερνώντα κόμματα δεν φέρει πλή­ρη ευθύνη.
Έτσι, αποκτά κανείς τη συνήθεια να μην αποδίδει ευθύ­νη σε κανένα πολιτικό κόμμα και σε κανέναν από τους αρ­χηγούς τους για τις αποφάσεις της κυβέρνησης. Και το γε­γονός ότι ένα κόμμα χάνει, π.χ., πέντε ή δέκα τοις εκατό των ψήφων του, δεν θεωρείται από κανέναν ως καταδικα­στική απόφαση: ακόμη λιγότερο από τους εκλογείς, τουςκυβερνώμενους: Καταδεικνύει μόνο μια στιγμιαία αμφιταλάντευση του πληθυσμού.

Τρίτον: Ακόμα και τότε, όταν η πλειοψηφία των εκλογέ­ων θέλει να αποπέμψει την υπάρχουσα κυβέρνηση πλειο­ψηφίας, δεν μπορεί να το επιτύχει χωρίς όρους. Γιατί ακό­μα κι αν ένα κόμμα που είχε ως τότε την απόλυτη πλειο­ψηφία (έτσι ώστε να μπορούν να του αποδοθούν ευθύνες), χάσει την πλειοψηφία, σε καθεστώς αναλογικής εκπροσώ­πησης θα συνεχίσει κατά πάσα πιθανότητα να είναι το με­γαλύτερο κόμμα. Έτσι, θα μπορέσει να σχηματίσει κυβέρ­νηση συνασπισμού με την υποστήριξη ενός από τα μικρό­τερα κόμματα. Με αυτό τον τρόπο, ο αποπεμφθείς αρχη­γός των μεγάλων κομμάτων θα συνεχίσει να κυβερνά — ε­νάντια στην απόφαση της πλειοψηφίας και εξαιτίας τηο απόφασης ενός μικρού κόμματος, η οποία θα απέχει πα-ρασάγγας από το να μπορεί να εκφράσει τη «βούληση τον λαού». Φυσικά, ένα τέτοιο μικρό κόμμα μπορεί να ρίξει μια κυβέρνηση και χωρίς νέες εκλογές, χωρίς νέα εντολή τον εκλογικού σώματος, και μαζί με τα κόμματα της αντιπολί­τευσης να σχηματίσει μια νέα κυβέρνηση - σε κατάφωρη-αντίθεση με την ιδέα στην οποία βασίζεται η αναλογικτ εκπροσώπηση: την ιδέα ότι η επιρροή ενός κόμματος πρέ­πει να αντιστοιχεί στον αριθμό των εκλογέων του.
Τέτοια πράγματα συμβαίνουν συχνά. Και θεωρούνται αυ­τονόητα, όπου υπάρχει μεγάλος αριθμός κομμάτων και γι αυτό οι συνασπισμοί είναι ο κανόνας.


Είναι απολύτως ορθό ότι παρόμοια μπορούν να συμβουν και σε μία χώρα στην οποία δεν υπάρχει αναλογική εκπρο­σώπηση. Αλλά σε τέτοιες χώρες -για παράδειγμα στη Με­γάλη Βρετανία ή στις Ηνωμένες Πολιτείες- έχει αναπτυ-χθεί η τάση να βρίσκονται αντιμέτωπα δύο μεγάλα κόμμα­τα, που ανταγωνίζονται μεταξύ τους.
Μου φαίνεται πως μία μορφή που καθιστά δυνατό το δικομματικό σύστημα είναι η καλύτερη μορφή δημοκρα­τίας. Γιατί οδηγεί συνεχώς σε αυτοκριτική των κομμάτων. Όταν ένα από τα δύο μεγάλα κόμματα σε κάποιες εκλογές εισπράξει ήττα, τότε συνήθως στο εσωτερικό του κόμμα­τος λαμβάνουν χώρα ριζικές μεταρρυθμίσεις. Αυτό είναι συνέπεια του ανταγωνισμού και της ρητής καταδικαστικής κρίσης των εκλογέων, που δεν μπορεί να παραβλεφθεί. Έτσι, μέσω αυτού του συστήματος τα κόμματα αναγκάζο­νται από καιρό σε καιρό να μαθαίνουν από τα λάθη τους, διαφορετικά καταποντίζονται. Οι παρατηρήσεις μου ενά­ντια στην αναλογική εκπροσώπηση δεν σημαίνουν ότι συμ­βουλεύω όλες τις δημοκρατίες να εγκαταλείψουν το σύ­στημα της αναλογικής εκπροσώπησης. Επιθυμώ μόνο να δώσω μια καινούργια κατεύθυνση στη συζήτηση. Η σκέψη ότι από την ιδέα της δημοκρατίας θα μπορούσε να συνα­χθεί λογικά η ηθική υπεροχή του συστήματος της αναλογι­κής εκπροσώπησης και ότι τα ηπειρωτικά συστήματα εί­ναι καλύτερα, δικαιότερα ή δημοκρατικότερα από τα αγ­γλοσαξονικά, εξαιτίας της αναλογικής εκπροσώπησης, εί­ναι αφελής και δεν αντέχει σε αυστηρότερη εξέταση.

Συνοψίζοντας:   Η άποψη ότι η αναλογική εκπροσώπηση είναι δημοκρατικότερη από το βρετανικό ή το αμερικανικό σύστημα είναι αβάσιμη, επειδή θα πρέπει να στηριχθεί σε μια ξεπερασμένη θεωρία της δημοκρατίας ως λαϊκής κυ­βέρνησης (που με τη σειρά της ανάγεται στη λεγόμενη θε­ωρία του κυρίαρχου κράτους). Η θεωρία αυτή είναι ηθικά σφαλερή και μάλιστα απαράδεκτη. Έχει ξεπεραστεί από τη θεωρία της αποπεμπτικής εξουσίας της πλειοψηφίας.
Το ηθικό επιχείρημα είναι βέβαια ακόμα σπουδαιότερο από το πρακτικό, σύμφωνα με το οποίο δεν χρειαζόμαστε περισσότερα από δυο κόμματα που να επωμίζονται πλή­ρως την κυβερνητική ευθύνη και που να ανταγωνίζονται μεταξύ τους για να δώσουμε στους εκλογείς την εξουσία να δικάσουν την κυβέρνηση κατά τις εκλογές. Η αναλογικτ εκπροσώπηση δημιουργεί τον κίνδυνο να υποβαθμιστεί εκλογική απόφαση της πλειοψηφίας και, έτσι, η επίδραστ της εκλογικής ήττας στα κόμματα - επίδραση ευεργετική, που η δημοκρατία μπορεί να τη χρειάζεται. Και για μία καθαρή πλειοψηφική νίκη είναι σημαντικό να υπάρχει ένα όσο το δυνατόν καλύτερο και ισχυρότερο κόμμα στην αντι­πολίτευση. Διαφορετικά, οι εκλογείς είναι συχνά αναγκα­σμένοι να αφήσουν μία κακή κυβέρνηση να συνεχίσει να κυβερνά, γιατί έχουν λόγους να υποθέτουν ότι «οι διάδοχο», δεν θα είναι καλύτεροι».
Δεν αντιφάσκει η εκ μέρους μου υπεράσπιση του συστή­ματος των δύο κομμάτων με την ιδέα μιας ανοιχτής κοινω­νίας; Δεν είναι η ανοχή ενός πλήθους απόψεων και θεωρι­ών, δηλαδή ο πλουραλισμός, χαρακτηριστική για την ανοι­χτή κοινωνία και την αναζήτηση της αλήθειας εκ μέροιχ της, και δεν θα πρέπει ο πλουραλισμός να εκφράζεται με ένα πλήθος κομμάτων; Η απάντηση μου είναι: Ο σχηματι­σμός κυβέρνησης ή ο κριτικός έλεγχος της εργασίας μια.; κυβέρνησης είναι λειτουργίες που αφορούν τα κόμματα. Στον κριτικό έλεγχο υπάγεται ο έλεγχος της ανεκτικότη­τας της κυβέρνησης έναντι των διαφορετικών απόψεων, ιδεολογιών και θρησκειών (στο βαθμό που αυτές είναι α-νεκτικές: Γιατί οι ιδεολογίες που αντιτίθενται στην ανεκτι­κότητα χάνουν το δικαίωμα σε αυτήν). Μερικές ιδεολογίες θα προσπαθήσουν —με ή χωρίς επιτυχία— να κυριαρχήσουν σε ένα κόμμα ή να ιδρύσουν ένα νέο κόμμα. Έτσι, θα υ­πάρξει ένα παιχνίδι εναλλαγής ανάμεσα σε γνώμες, ιδεο­λογίες και θρησκείες από τη μια μεριά, και τα μεγάλα αντί­παλα κόμματα από την άλλη.
Η σκέψη, όμως, ότι το πλήθος των ιδεολογιών ή των κοσμοθεωρήσεων θα πρέπει να καθρεφτίζεται σε μία πλη­θώρα κομμάτων, η σκέψη αυτή μου φαίνεται πολιτικά λαν­θασμένη. Και όχι μόνο πολιτικά, παρά και κοσμοθεωρητι­κά. Γιατί η στενή σχέση με την πολιτική των κομμάτων μάλλον δεν συμβιβάζεται με την καθαρότητα κάποιου δόγ­ματος.
Σημείωση: Πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό DΕR 5ΡΙΕΟΕΙ, αρ. 32, 3 Αυγούστου 1987. KARL POPPER











ΚΩΣΤΑΣ ΜΠΑΛΑΦΑΣ ( 1920 - 2011)






       Ο  Κώστας Μπαλάφας γεννήθηκε το 1920 στο ορεινό χωριό Κυψέλη της Άρτας από φτωχούς γονείς αγρότες, τον Γιώργο και την Αρχοντούλα. «Εκεί που», όπως λέει ο ίδιος, «οι άνθρωποι παιδεύονται να επιβιώσουν, οργώνοντας την άγονη γη, λες και στύβουν με τα χέρια τους γυμνά το ξερό χώμα και το ποτίζουν με ιδρώτα, ώσπου να δώσει καρπούς. Αναγκαία λύση για την επιβίωση ήταν ο δρόμος της ξενιτιάς, ένα όνειρο αρκετά απατηλό. Το μήνυμα που κυριαρχούσε ειδικά για τους νέους ήταν: "Φύγε να σωθείς". Πάρα πολλοί έφυγαν...»
Σε ηλικία μόλις έντεκα ετών βρέθηκε στην Αθήνα και ρίχτηκε στη βιοπάλη. Τα παιδικά του βιώματα είναι βαθιά χαραγμένα στη μνήμη του με την παραμικρή λεπτομέρεια:
«Απ' το χωριό μου κατέβηκα πρώτα στην Άρτα. Εκεί ο πατέρας μου, για να μη με στείλει μόνο στην Αθήνα, με παρέδωσε σ' ένα γνωστό μας δάσκαλο να με συνοδεύσει. Παράκληση του πατέρα μου ήταν να με βοηθήσει ώσπου να βρω στην πλατεία Κουμουνδούρου την ταβέρνα ενός συγχωριανού μας, που ήταν θαυμάσιος άνθρωπος και καλός πατριώτης. Σ' αυτόν έβρισκαν απάγκιο πολλά χωριατόπαιδα απ' την Ήπειρο, που δεν είχαν στον ήλιο μοίρα. Εκτός από ένα πιάτο φαγητό που τους έδινε, φρόντιζε να τους βρίσκει και δουλειά.
»Αυτό έγινε και μ' εμένα, καταλήγοντας να πιάσω δουλειά σε ένα ονομαστό τότε γαλακτοπωλείο-ζαχαροπλαστείο της οδού Πατησίων κοντά στον Άγιο Λουκά, με την επωνυμία "Δελφοί". Την ημέρα δουλειά, το βράδυ νυχτερινό σχολείο. Μέχρι το 1936. οπότε πήγα για σπουδές κοντά στην πατρίδα μου, στη Γαλακτοκομική Σχολή Ιωαννίνων.
»Μετά την ευδόκιμη αποφοίτηση -η φοίτηση ήταν διετής- συνέχισα για ένα χρόνο σπουδές γαλακτολογίας στην Ιταλία, όπου και έμαθα τα ιταλικά. Το 1939. επέστρεψα στα Ιωάννινα και διορίστηκα έκτακτος υπάλληλος στη Γαλακτοκομική Σχολή. Εκεί εργαζόμενο με βρήκε ο πόλεμος και η Κατοχή».
Η πρώτη επαφή του με τη φωτογραφία και τη φωτογραφική μηχανή, όπως διηγείται ο ίδιος πάντα, ήταν στα δεκατρία του χρόνια. Είχαν έρθει κάτι συγγενείς του αφεντικού απ' την Αμερική και αυτός, για να τους ευχαριστήσει, θέλησε να τους δείξει τα αξιοθέατα της Αττικής και τους πήγε κάποια μέρα στην Πάρνηθα. Μαζί τους οι ξένοι είχαν μια μικρή φωτογραφική μηχανή Μπράουν της Κόντακ. απλή και εύκολη στο χειρισμό, για να φωτογραφηθούν. Κάποιος έπρεπε να κρατάει τη μηχανή για να τραβήξει τις οικογενειακές τους φωτογραφίες κι αναγκάστηκε ο μαγαζάτορας να πάρει και τον νεαρό υπάλληλο του μαζί γι' αυτή τη δουλειά.
«Όταν κατάλαβα ότι αυτό το μηχάνημα που κρατούσα στα χέρια μου μπορεί να αποτυπώσει σε εικόνα πάνω σε χαρτί ό,τι έχω ζωντανό μπροστά μου, μαγεύτηκα...»

Η πρωτόγνωρη εμπειρία εκείνης της ημέρας τον σημάδεψε: η απόκτηση μιας δικής του φωτογραφικής μηχανής έγινε, για τον έφηβο Κώστα Μπαλάφα, όνειρο μιας ολόκληρης ζωής.
Όταν σπούδαζε στα Ιωάννινα, κατάφερε ν' αγοράσει μια Τζούνιορ Κόντακ πουλώντας και το ρολόι του για να συμπληρώσει το ποσό. Την εποχή που βρισκόταν στην Ιταλία, αντικατέστησε τη μηχανή του με μία Ρομπότ. Έγινε φίλος με κάποιον υπάλληλο ενός γειτονικού φωτογραφείου, καθόταν δίπλα του κι έτσι έμαθε και την τέχνη του σκοτεινού θαλάμου.
Με αυτή τη μηχανή, ο νεαρός τότε φωτογράφος έμελλε ν' απαθανατίσει την πορεία του ελληνικού στρατού προς το αλβανικό μέτωπο, την Κατοχή και τον ένοπλο αγώνα του ΕΛΑΣ στην Ήπειρο. Τα φιλμ ήταν δυσεύρετα, αλλά η τύχη βοηθάει τους τολμηρούς! Το Νοέμβρη του 1940, τα ελληνικά στρατεύματα κατέρριψαν κι έπεσε στην Καλούτσιανη Ιωαννίνων ένα από τα πρώτα ιταλικά βομβαρδιστικά. Στα σκορπισμένα συντρίμμια του αεροπλάνου βρέθηκε από τους χωρικούς και το περιμάζεψαν ένα σφραγισμένο μεταλλικό κουτί με πολλά μέτρα αεροπορικού φιλμ Ferrania Capelli. Γι' αυτούς ήταν άχρηστο, για τον ερασιτέχνη τότε φωτογράφο πολύτιμο. Το απέκτησε με αντίτιμο μερικές οκάδες καλαμποκάλευρου, περιζήτητο προϊόν για την περίοδο της Κατοχής.
Χρησιμοποιώντας αυτό το φιλμ στη μικρή του ιταλική Ρομπότ, ο Κώστας Μπαλάφας κατέγραψε πολλά από τα εγκλήματα των κατακτητών στην Ήπειρο και, αμέσως μετά, τη δραστηριότητα του αντάρτικου στην ίδια περιοχή. Δεν υπήρξε επαγγελματίας φωτορεπόρτερ, ούτε βρέθηκε τυχαία στο μέτωπο των πολεμικών επιχειρήσεων: ήταν αντάρτης-τυφεκιοφόρος και παράτολμος φωτογράφος.
Το παράτολμο του χαρακτήρα και των πράξεων του αποδείχτηκε περίτρανα, όταν απαθανάτιζε φοβερά εγκλήματα και σκηνές μπροστά στους Ιταλογερμανούς κατακτητές, με κίνδυνο την άμεση εκτέλεση του με συνοπτικές διαδικασίες, ή φωτογραφίζοντας ολόρθος τους διπλανούς συμπολεμιστές του την ώρα της μάχης.
Αδιάψευστος μάρτυρας της παράτολμης ιδιοσυγκρασίας και εφευρετικότητας του είναι η φωτογράφιση των σωμάτων των πατριωτών Τόδουλου και Φαρίδη, που αιωρούνταν άψυχα ανάμεσα σε δύο πλατάνια στις όχθες της λίμνης των Ιωαννίνων τον Μάρτη του 1944.

Οι Γερμανοί κατακτητές άφηναν αλλά και υποχρέωναν το πλήθος να πλησιάσει την επιτηρούμενη από φρουρούς περιοχή, για λόγους παραδειγματισμού και εκφοβισμού. 0 Κώστας Μπαλάφας έκανε πρώτα μια πρόχειρη αυτοψία, υπολόγιζε τις αποστάσεις και ξαναγύριζε κρατώντας στην αγκαλιά του μια σακούλα με κρεμμύδια. Μέσα όμως είχε κρύψει τη φωτογραφική του μηχανή με ανοιχτή μια τρύπα μπροστά στο φακό. Περνώντας μπροστά απ' τους κρεμασμένους, και από ικανή απόσταση, απαθανάτισε το γεγονός, αφήνοντας έτσι στην ιστορία μία από τις πιο χαρακτηριστικές φωτογραφίες της Κατοχής.
Εξάλλου, η φωτογράφιση του οπλοπολυβολητή αντάρτη την ώρα που έπεφτε με το όπλο στα χέρια, χτυπημένος σε γερμανική ενέδρα στα Γραμμενοχώρια, τον αναδεικνύει άφοβο στις μάχες, καταδεικνύει ότι σκοπός του ήταν να φωτογραφίσει πάση θυσία την Εθνική Αντίσταση στην Ήπειρο.
Το 1942 συνελήφθη και πέρασε στο Μεσολόγγι ιταλικό στρατοδικείο, όχι για κάποια σημαντική πράξη αντίστασης, αλλά από μια «απροσεξία», όπως λέει ο ίδιος: Από κάποιους Αλβανούς μαυραγορίτες είχε αγοράσει ένα ασφράγιστο τρανζίστορ. Απ' αυτό, κρυμμένος σ' ένα υπόγειο με φίλους του, άκουγαν καθημερινά τα νέα από το BBC. Δεν αρκέστηκαν σ' αυτό, βέβαια, και σιγά-σιγά άρχισαν να κυκλοφορούν ένα δελτίο με τα νέα που μεταδίδονταν. Κάτι τέτοιο, φυσικά, δεν μπορούσε να κρατηθεί μυστικό για πολύ καιρό. Μαθεύτηκε και τους έπιασαν.
Το στρατοδικείο από κάποια σύμπτωση έδειξε επιείκεια και τους καταδίκασε μόνο σε τρεις μήνες φυλακή με αναστολή. Έτσι, αφέθηκαν ελεύθεροι.
Τότε ο Μπαλάφας ανέβηκε στο βουνό και κατατάχθηκε στον ΕΛΑΣ. Στο Ζαγόρι, στο Χάνι του Καμπέραγα, έχοντας πάντα μαζί τη φωτογραφική του μηχανή, συνάντησε το φίλο του Λέανδρο Βρανούση, εθνοσύμβουλο Ηπείρου στην Κυβέρνηση του Βουνού - και μετέπειτα Διευθυντή του Κέντρου Έρευνας του Μεσαιωνικού και Νέου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών. Εντάχθηκε στο 85ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ με διοικητή τον γενναίο Γιώργο Καλλιανέση και υπήρξε μόνιμος συνοδοιπόρος, σε ατελείωτες πορείες από περιοχή σε περιοχή, με το φίλο του Λέανδρο.
Ο Βρανούσης, διακατεχόμενος από την ίδια ζέση με τον Μπαλάφα. κρατούσε σημειωματάριο των γεγονότων που ο φίλος του αποτύπωνε με τη φωτογραφική του μηχανή. Το πολύτιμο μπλοκάκι με τις σημειώσεις του Βρανούση καταστράφηκε αργότερα από τον πατέρα του, όπως αφηγείται ο υπερήλικας πλέον φωτογράφος. Το ιστορικό φωτογραφικό υλικό του Μπαλάφα διασώθηκε κρυμμένο απ' το 1944 στο ξύλινο ταβάνι του σπιτιού της πατριώτισσας Ιουλίας Γοργόλη. στα Γιάννενα. Ένα μέρος καταστράφηκε από την υγρασία, αλλά το υπόλοιπο έμεινε άθικτο και το παρέλαβε ο ίδιος, χωρίς κανέναν πλέον κίνδυνο, το 1975. Φιλμ που δεν θεωρούνταν επικίνδυνα ώστε να τα κρύψουν, όπως εκείνα με θέμα τη μαζική μεταφορά των Εβραίων από τα Γιάννενα σε γερμανικά στρατόπεδα, έπεσαν στα χέρια των αρχών ασφαλείας το c 1944 και δυστυχώς εξαφανίστηκαν.
Η εποχή του πολέμου του '40, η Κατοχή και η συμμετοχή του Κώστα Μπαλάφα στο αντάρτικο αποτέλεσαν σταθμό στη ζωή του, χαράζοντας τη μετέπειτα πορεία του. Το αξιόλογο ιστορικό και καλλιτεχνικό του έργο. και ιδιαίτερα η φωτογραφική καταγραφή της Εθνικής Αντίστασης στην Ήπειρο, είναι ευτύχημα που ο ίδιος απο¬τύπωσε σ' ένα υπέροχο λεύκωμα-βιβλίο, εμπλουτισμένο με αυτού¬σιες δραματικές αφηγήσεις του ιδίου. Τόσο γι' αυτό, όσο και για τα υπόλοιπα λευκώματα-βιβλία του, αξίζει να γίνουν παρακάτω ξεχωριστές, λεπτομερείς αναφορές.
Από το 1945 μέχρι το 1951 εργάστηκε ως διερμηνέας, επειδή γνώριζε καλά την αγγλική γλώσσα, σε μία βρετανική ομάδα μηχανικών, που έκανε αποκαταστάσεις συγκοινωνιών μετά τον πόλεμο. Με τον τρόπο αυτό γύρισε σχεδόν όλη την Ελλάδα και γλίτωσε από το κυνηγητό και το δρόμο της εξορίας. Μάλιστα, από τη θέση του αυτή
βοήθησε πάρα πολύ κόσμο, αφού οι συνθήκες που είχαν δημιουργηθεί κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου και μετά ήταν τραγικές.
Το 1948, η ομάδα των μηχανικών εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα. Εκεί ο Μπαλάφας μπόρεσε ν' ασχοληθεί παράλληλα με την τέχνη-επιστήμη που είχε σπουδάσει, τη γαλακτολογία. κάνοντας καλλιέργειες σ' ένα βιολογικό εργαστήρι στην οδό Σωκράτους. Η επιθυμία του να σταδιοδρομήσει μελετώντας τις κλινικές ιδιότητες του γάλακτος στο Γαλλικό Ινστιτούτο Παστέρ με υποτροφία δεν πραγματοποιήθηκε, λόγω των μη «εθνικοφρόνων» πολιτικών του πε-ποιθήσεων.
Το 1951. με κριτήριο τα προσόντα του, προσελήφθη από την αμερικανική εταιρεία Ebasco, η οποία πέρασε στην τότε νεοϊδρυθείσα ΔΕΗ, απ' όπου και συνταξιοδοτήθηκε ως προϊστάμενος του Τμήματος Ανατυπώσεων. Και σ' αυτό το πόστο ο ίδιος διέπρεψε, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει σε μια εκ βαθέων συνέντευξη του ο υφιστάμενος του τότε Παύλος Βρέλλης, ο μετέπειτα ιδρυτής του Μουσείου Ελληνικής Ιστορίας των κέρινων ομοιωμάτων στα Γιάννενα.
Σε ηλικία τριάντα οχτώ ετών παντρεύτηκε την καθηγήτρια Ευαγγελία Μαργαρίτου, μια εξαίρετη σύντροφο, η οποία αντιλήφθηκε νωρίς την αγάπη και το πάθος του για τη φωτογραφία και τα ατελείωτα φωτογραφικά οδοιπορικά. 0 συμβιβασμός της με τον τρόπο ζωής του παθιασμένου φωτογράφου ήταν ενσυνείδητος: ο περισσότερος ελεύθερος χρόνος του συντρόφου της αφιερωνόταν στο προσφιλές του αντικείμενο.
Απέκτησαν δυο παιδιά, τη Στέλλα και τον Γιώργο, που και αυτά υποχρεωτικά συγκατατέθηκαν με την απουσία του πατέρα «κυνηγού» της φωτογραφίας, αν και πολλές φορές τον ακολουθούσαν στα μεγάλα οδοιπορικά του.
Εργαζόμενος στη ΔΕΗ, φωτογράφισε ορισμένα έργα, με αποκορύφωμα την κατασκευή του υδροηλεκτρικού φράγματος Κρεμαστών του Αχελώου, μ' όλες τις παρενέργειες και παραμέτρους του.
Ο νεοσύστατος τότε οργανισμός της ΔΕΗ τού έδωσε την ευκαιρία ν' ασχοληθεί με μιαν άλλη προσφιλή του δραστηριότητα, την κινηματογράφηση. Στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης το 1960, η ΔΕΗ έκανε πειραματικές τηλεοπτικές εκπομπές. Με τα μηχανήματα που χρησιμοποιήθηκαν τότε, συστήθηκε λίγο αργότερα το κρατικό κανάλι της ΕΙΡΤ. Το πρώτο ολοκληρωμένο φιλμ της ΔΕΗ γυρίστηκε στα 1960:
Ηταν τα πρώτα «Δωδώνεια». με πρωτεργάτη τον Κώστα Μπαλάφα. ο οποίος έκτοτε καθιερώθηκε και ως κάμεραμαν.
Τελικά γυρίστηκαν γύρω στις εξήντα ταινίες, που μαζί με το υπό-λοιπο φωτογραφικό υλικό επί πολλά χρόνια φυλάσσονταν σε κάποιες γωνιές του φιλόξενου σπιτιού του φωτογράφου στο Χαλάνδρι.
Όπως για τη φωτογραφία, που χάρη σ' αυτόν αποτελεί πλέον αναπόσπαστο κομμάτι της πολιτισμικής μας κληρονομιάς, έτσι και για τον κινηματογράφο, ο Μπαλάφας έχει κάνει σειρά διαλέξεων στους σπουδαστές της Ακαδημίας Δημιουργικής Φωτογραφίας Leica, η οποία προς τιμήν της έχει προβεί σε τρεις εξαίρετες εκδόσεις για τα παραπάνω θέματα.



Τα βιογραφικά στοιχεία είναι από το βιβλίο του Κώστα Μπουμπούρη "Ο Κώστας Μπαλάφας και η Ελλάδα του"