Τρίτη 29 Μαΐου 2012

Ποιο είναι το ζήτημα στη δημοκρατία



Όπως γνωρίζει ο καθένας, «δημοκρατία» σημαίνει στα γερμανικά «λαϊκή εξουσία» ή «λαϊκή κυριαρχία», σε αντίθε­ση με την «αριστοκρατία» (εξουσία των καλύτερων ή των εξεχόντων) και τη «μοναρχία» (εξουσία ενός ατόμου). Το νόημα της λέξης όμως δεν μας βοηθάει περισσότερο. Γιατι ο λαός δεν εξουσιάζει πουθενά: Παντού εξουσιάζουν οι κυ­βερνήσεις (και δυστυχώς επίσης η γραφειοκρατία, δηλαδη οι κρατικοί υπάλληλοι, που μόνο δύσκολα ή και καθόλου μπορούν να τους ζητηθούν ευθύνες). Εξάλλου, η Μεγάλη Βρετανία, η Δανία και η Σουηδία είναι μοναρχίες και συγ­χρόνως πολύ καλά παραδείγματα δημοκρατιών (με την ε­ξαίρεση ίσως της Σουηδίας, όπου μια ανεύθυνη φορολογι­κή γραφειοκρατία ασκεί τώρα δικτατορική εξουσία)· τελεί­ως αντίθετα από τη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας, που αυτοχαρακτηρίζεται δημοκρατία - δυστυχώς, όμως, άδικα.

Ποιο είναι λοιπόν το ζήτημα στη δημοκρατία;

Στην πραγματικότητα υπάρχουν δύο μορφές κράτους:  Εκείνες όπου είναι δυνατό να απαλλαγεί κανείς από την κυβέρνηση μέσω ψηφοφορίας και χωρίς αιματοχυσία, και εκείνες όπου αυτό δεν είναι δυνατό. Αυτό είναι το ζήτημα, όχι το πώς αποκαλείται η μορφή κράτους. Συνήθως η πρώτη μορφή ονομάζεται «δημοκρατία» και η δεύτερη «δικτατο­ρία» ή «τυραννίδα». Αλλά το θέμα δεν είναι η φιλονικία για λέξεις (όπως «Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας»). Το α­ποφασιστικό σημείο είναι μόνο η δυνατότητα αποπομπής της κυβέρνησης χωρίς αιματοχυσία.


Για την αποπομπή αυτή υπάρχουν διάφορες μέθοδοι. Η καλύτερη είναι η ψηφοφορία:   Καινούργιες εκλογές ή μια ψηφοφορία σε ένα εκλεγμένο κοινοβούλιο μπορούν να ρί­ξουν την κυβέρνηση. Περί αυτού πρόκειται. Συνεπώς είναι λάθος, όταν δίνει κανείς έμφαση στα ερωτήματα (όπως γί­νεται από τον Πλάτωνα μέχρι τον Μαρξ και ακόμη αργό­τερα συνεχώς): «Ο λαός (ο όχλος) ή οι λίγοι άριστοι; Οι (καλοί) εργάτες ή οι (κακοί) καπιταλιστές; Η πλειοψηφία η η μειοψηφία; Το δεξιό κόμμα, το αριστερό κόμμα ή ένα κόμμα του κέντρου;» Όλα αυτά τα ερωτήματα έχουν τεθεί με λανθασμένο τρόπο. Γιατί, για όσο μπορεί κανείς να ξεφορτωθεί την κυβέρνηση χωρίς αιματοχυσία, το ζήτημα δεν είναι το ποιος κυβερνά. Κάθε κυβέρνηση, την οποία μπο­ρεί κανείς να ξεφορτωθεί, έχει ισχυρό κίνητρο να συμπερι­φέρεται έτσι ώστε να είναι κανείς ευχαριστημένος από αυ­τήν. Και το κίνητρο αυτό εξαλείφεται όταν η κυβέρνηση ξέρει ότι δεν μπορούν να την ξεφορτωθούν εύκολα.

-Για να δείξω πόσο σημαντική είναι στην πράξη αυτή η θεωρία της δημοκρατίας, θα ήθελα να την εφαρμόσω στο πρόβλημα του αναλογικού εκλογικού δικαιώματος. Η κρι­τική μου εδώ σε ένα εκλογικό δίκαιο, ριζωμένο στο τόσο δοκιμασμένο Σύνταγμα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας, πρέπει να θεωρηθεί απλώς ως προσπάθεια να ανοίξει μία συζήτηση για μια άποψη που, από όσο γνωρίζω, εξετάζε­ται σπάνια. Τα Συντάγματα δεν επιτρέπεται να αλλάζουν με επιπόλαιο τρόπο· είναι καλό όμως να συζητάμε κριτικά γι' αυτά, για να κρατήσουμε ζωντανή τη συνείδηση της ση­μασίας τους.

  Στις δημοκρατίες της δυτικοευρωπαϊκής ηπείρoυ είναι διαδεδομένο ένα εκλογικό δίκαιο που διαφοροποιείτε ουσιωδώς από εκείνο που ισχύει στη Μεγάλη Βρετανια και τις Ηνωμένες Πολιτείες, και που βασίζεται στην ιδεα της  τοπικής αντιπροσώπευσης. Στη Μεγάλη Βρετανία καθε κλογική περιφέρεια στέλνει στο κοινοβούλιο έναν αντιπροσωπο: Εκείνον που πήρε τις περισσότερες ψήφους. Το αν ανήκει σε κάποιο κόμμα ή σε ποιο κόμμα ανήκει δεν κατα γράφεται επίσημα. Καθήκον του είναι να εκπροσωπησει όσο καλύτερα και πιο ευσυνείδητα μπορεί τα συμφέροντα εκείνων που κατοικούν στην εκλογική του περιφέρεια, ειτε ανήκουν σε κάποιο κόμμα είτε όχι. Φυσικά υπάρχουν κομ­ματα και παίζουν μεγάλο ρόλο στο σχηματισμό κυβερνησεων. Όταν όμως ο αντιπρόσωπος μιας εκλογικής περιφέ­ρειας πιστεύει πως συμφέρει την εκλογική του περιφέρεια (και ίσως όλον το λαό) να ψηφίσει ενάντια στο κόμμα του, ή και να ξεκόψει από αυτό, έχει καθήκον να το κάνει. Ο Ουίνστον Τσώρτσιλ, ο μεγαλύτερος πολιτικός άνδρας του αιώνα μας, δεν υπήρξε ποτέ οπαδός και άλλαξε κόμμα δύο φορές. Στη δυτική Ευρώπη τα πράγματα είναι τελείως δια­φορετικά. Το σύστημα της αναλογικής επιτάσσει να παίρ­νει κάθε κόμμα τόσους αντιπροσώπους στο κοινοβούλιο -π.χ. την ομοσπονδιακή βουλή-, ώστε ο αριθμός των βου­λευτών των διαφόρων κομμάτων να βρίσκεται σε κατά το δυνατόν ακριβή αντιστοιχία με τις ψήφους που πήρε το κόμμα.


Τα κόμματα αναγνωρίζονται έτσι από το Σύνταγμα του κράτους και έχουν τα θεμέλια τους στο Σύνταγμα. Και ο μεμονωμένος βουλευτής εκλέγεται επισήμως ως εκπρόσω­πος του κόμματος του. Έτσι, δεν μπορεί να έχει καθήκον, υπό ορισμένες περιστάσεις, να ψηφίσει εναντίον του κόμ­ματος του: Είναι, τουναντίον, ηθικά προσδεδεμένος στο κόμμα του, αφού εξελέγη μόνον ως εκπρόσωπος αυτού του κόμματος (και σε περίπτωση που δεν μπορέσει να συμβι­βάσει αυτό το γεγονός με τη συνείδηση του, έχει την ηθική υποχρέωση να παραιτηθεί: ακόμη και αν δεν το επιτάσσει το Σύνταγμα).


Γνωρίζω φυσικά ότι τα κόμματα χρειάζονται. Κανείς ως τώρα δεν έχει επινοήσει ένα δημοκρατικό σύστημα που να
τα καταφέρνει χωρίς αυτά. Αλλά τα πολιτικά κόμματα δεν είναι ιδιαιτέρως ευτυχές φαινόμενο. Από την άλλη, χωρίς κόμματα δεν γίνεται. Καμία δημοκρατία μας δεν είναι λαϊ­κή κυβέρνηση, όλες είναι κυβερνήσεις κομμάτων. Δηλαδή κυβερνήσεις των ηγετών των κομμάτων. Γιατί όσο μεγαλϋτερο είναι ένα κόμμα, τόσο μικρότερη ενότητα έχει, τόσο λιγότερο δημοκρατικό είναι, τόσο μικρότερη επιρροή έχουν αυτοί που το ψηφίζουν στην κομματική ηγεσία και το κομ­ματικό πρόγραμμα.
 Η πεποίθηση πως μια ομοσπονδιακή βουλή ή ένα κοινοβούλιο που έχει εκλεγεί με το αναλογικό σύστημα είναι καλύτερος καθρέφτης του λαού και των επι­θυμιών του είναι εσφαλμένη.Δεν εκπροσωπούν το λαό και τις απόψεις του παρα αποκλειστικα την επιρροή των κομμάτων (και της προπαγάνδας) στον πληθυσμό την ημέρα των εκλογων.Και κάνει δυσκολότερο να γίνει η ημέρα των εκλογών αυτό που θα μπορούσε και θα όφειλε να είναι: Μια ημέρα λαϊκής δίκης της κυβερνητικής δραστηριότη­τας.
Δεν υπάρχει λοιπόν καμιά έγκυρη θεωρία για τη λαϊκή κυριαρχία — καμία από αυτές που αξιώνουν την αναλογική εκπροσώπηση. Έτσι, θα πρέπει να ρωτήσουμε πώς επιδρά στην πράξη η αναλογική εκπροσώπηση. Πρώτον στο σχη­ματισμό κυβέρνησης, δεύτερον στην τόσο αποφασιστικής σημασίας δυνατότητα να αποπεμφθεί μία κυβέρνηση.

1. Όσο περισσότερα τα κόμματα, τόσο δυσκολότερος ο σχηματισμός κθβέρνησης.Αυτο αποδεικνύεται, πρώτον. από την εμπειρία και, δεύτερον, από τη λογική: Αν υπήρ­χαν μόνο δύο κόμματα, ο σχηματισμός κυβέρνησης θα ήταν εύκολος. Η αναλογική εκπροσώπηση όμως δίνει τη δυνα­τότητα και σε μικρά κόμματα να κερδίσουν μεγάλο —και συχνά αποφασιστικό— έλεγχο στο σχηματισμό κυβερνή­σεων και, έτσι, στις πολιτικές αποφάσεις της κυβέρνησης. Ο καθένας θα το παραδεχτεί αυτό: Και ο καθένας ξέρειότι η αναλογική εκπροσώπηση πολλαπλασιάζει τον αριθ­μό των κομμάτων. Αλλά όσο κανείς θεωρεί ότι η «ουσία» της δημοκρατίας συνίσταται στη λαϊκή κυριαρχία, πρέπει, ως δημοκράτης, να δεχτεί και τις δυσκολίες αυτές, αφού η αναλογική εκπροσώπηση εμφανίζεται τότε ως «ουσιώδης».
2. Η αναλογική εκπροσώπηση όμως, και μαζί ο μεγάλος αριθμός κομμάτων, είναι πιθανό να ασκήσει ακόμα χειρό­τερη επίδραση σε ό,τι αφορά κάποια μεγάλης σημασίας αποπομπή μιας κυβέρνησης μέσω δημοψηφίσματος, για πα­ράδειγμα μέσω νέας εκλογής κοινοβουλίου:

Πρώτον, επειδή ξέρει κανείς ότι υπάρχουν πολλά κόμμα­τα και άρα με δυσκολία θα περιμένει πως ένα από τα πολλά κόμματα θα έχει την απόλυτη πλειοψηφία. Έτσι, αν η προσ­δοκία αυτή επαληθευθεί, τότε ακριβώς, το δημοψήφισμα δεν εκφράζεται εναντίον κανενός κόμματος. Κανένα κόμμα δεν αποπέμπεται, κανένα κόμμα δεν καταδικάζεται.

Δεύτερον, κανείς δεν περιμένει να είναι η ημέρα των ε­κλογών μέρα λαϊκής δίκης για την κυβέρνηση. Μερικές φο­ρές η κυβέρνηση είναι κυβέρνηση μειοψηφίας και έτσι δεν μπορεί να κάνει αυτό που θεωρεί σωστό, παρά εξωθείται σε παραχωρήσεις· ή είναι κυβέρνηση συνασπισμού, στην οποία κανένα από τα κυβερνώντα κόμματα δεν φέρει πλή­ρη ευθύνη.
Έτσι, αποκτά κανείς τη συνήθεια να μην αποδίδει ευθύ­νη σε κανένα πολιτικό κόμμα και σε κανέναν από τους αρ­χηγούς τους για τις αποφάσεις της κυβέρνησης. Και το γε­γονός ότι ένα κόμμα χάνει, π.χ., πέντε ή δέκα τοις εκατό των ψήφων του, δεν θεωρείται από κανέναν ως καταδικα­στική απόφαση: ακόμη λιγότερο από τους εκλογείς, τουςκυβερνώμενους: Καταδεικνύει μόνο μια στιγμιαία αμφιταλάντευση του πληθυσμού.

Τρίτον: Ακόμα και τότε, όταν η πλειοψηφία των εκλογέ­ων θέλει να αποπέμψει την υπάρχουσα κυβέρνηση πλειο­ψηφίας, δεν μπορεί να το επιτύχει χωρίς όρους. Γιατί ακό­μα κι αν ένα κόμμα που είχε ως τότε την απόλυτη πλειο­ψηφία (έτσι ώστε να μπορούν να του αποδοθούν ευθύνες), χάσει την πλειοψηφία, σε καθεστώς αναλογικής εκπροσώ­πησης θα συνεχίσει κατά πάσα πιθανότητα να είναι το με­γαλύτερο κόμμα. Έτσι, θα μπορέσει να σχηματίσει κυβέρ­νηση συνασπισμού με την υποστήριξη ενός από τα μικρό­τερα κόμματα. Με αυτό τον τρόπο, ο αποπεμφθείς αρχη­γός των μεγάλων κομμάτων θα συνεχίσει να κυβερνά — ε­νάντια στην απόφαση της πλειοψηφίας και εξαιτίας τηο απόφασης ενός μικρού κόμματος, η οποία θα απέχει πα-ρασάγγας από το να μπορεί να εκφράσει τη «βούληση τον λαού». Φυσικά, ένα τέτοιο μικρό κόμμα μπορεί να ρίξει μια κυβέρνηση και χωρίς νέες εκλογές, χωρίς νέα εντολή τον εκλογικού σώματος, και μαζί με τα κόμματα της αντιπολί­τευσης να σχηματίσει μια νέα κυβέρνηση - σε κατάφωρη-αντίθεση με την ιδέα στην οποία βασίζεται η αναλογικτ εκπροσώπηση: την ιδέα ότι η επιρροή ενός κόμματος πρέ­πει να αντιστοιχεί στον αριθμό των εκλογέων του.
Τέτοια πράγματα συμβαίνουν συχνά. Και θεωρούνται αυ­τονόητα, όπου υπάρχει μεγάλος αριθμός κομμάτων και γι αυτό οι συνασπισμοί είναι ο κανόνας.


Είναι απολύτως ορθό ότι παρόμοια μπορούν να συμβουν και σε μία χώρα στην οποία δεν υπάρχει αναλογική εκπρο­σώπηση. Αλλά σε τέτοιες χώρες -για παράδειγμα στη Με­γάλη Βρετανία ή στις Ηνωμένες Πολιτείες- έχει αναπτυ-χθεί η τάση να βρίσκονται αντιμέτωπα δύο μεγάλα κόμμα­τα, που ανταγωνίζονται μεταξύ τους.
Μου φαίνεται πως μία μορφή που καθιστά δυνατό το δικομματικό σύστημα είναι η καλύτερη μορφή δημοκρα­τίας. Γιατί οδηγεί συνεχώς σε αυτοκριτική των κομμάτων. Όταν ένα από τα δύο μεγάλα κόμματα σε κάποιες εκλογές εισπράξει ήττα, τότε συνήθως στο εσωτερικό του κόμμα­τος λαμβάνουν χώρα ριζικές μεταρρυθμίσεις. Αυτό είναι συνέπεια του ανταγωνισμού και της ρητής καταδικαστικής κρίσης των εκλογέων, που δεν μπορεί να παραβλεφθεί. Έτσι, μέσω αυτού του συστήματος τα κόμματα αναγκάζο­νται από καιρό σε καιρό να μαθαίνουν από τα λάθη τους, διαφορετικά καταποντίζονται. Οι παρατηρήσεις μου ενά­ντια στην αναλογική εκπροσώπηση δεν σημαίνουν ότι συμ­βουλεύω όλες τις δημοκρατίες να εγκαταλείψουν το σύ­στημα της αναλογικής εκπροσώπησης. Επιθυμώ μόνο να δώσω μια καινούργια κατεύθυνση στη συζήτηση. Η σκέψη ότι από την ιδέα της δημοκρατίας θα μπορούσε να συνα­χθεί λογικά η ηθική υπεροχή του συστήματος της αναλογι­κής εκπροσώπησης και ότι τα ηπειρωτικά συστήματα εί­ναι καλύτερα, δικαιότερα ή δημοκρατικότερα από τα αγ­γλοσαξονικά, εξαιτίας της αναλογικής εκπροσώπησης, εί­ναι αφελής και δεν αντέχει σε αυστηρότερη εξέταση.

Συνοψίζοντας:   Η άποψη ότι η αναλογική εκπροσώπηση είναι δημοκρατικότερη από το βρετανικό ή το αμερικανικό σύστημα είναι αβάσιμη, επειδή θα πρέπει να στηριχθεί σε μια ξεπερασμένη θεωρία της δημοκρατίας ως λαϊκής κυ­βέρνησης (που με τη σειρά της ανάγεται στη λεγόμενη θε­ωρία του κυρίαρχου κράτους). Η θεωρία αυτή είναι ηθικά σφαλερή και μάλιστα απαράδεκτη. Έχει ξεπεραστεί από τη θεωρία της αποπεμπτικής εξουσίας της πλειοψηφίας.
Το ηθικό επιχείρημα είναι βέβαια ακόμα σπουδαιότερο από το πρακτικό, σύμφωνα με το οποίο δεν χρειαζόμαστε περισσότερα από δυο κόμματα που να επωμίζονται πλή­ρως την κυβερνητική ευθύνη και που να ανταγωνίζονται μεταξύ τους για να δώσουμε στους εκλογείς την εξουσία να δικάσουν την κυβέρνηση κατά τις εκλογές. Η αναλογικτ εκπροσώπηση δημιουργεί τον κίνδυνο να υποβαθμιστεί εκλογική απόφαση της πλειοψηφίας και, έτσι, η επίδραστ της εκλογικής ήττας στα κόμματα - επίδραση ευεργετική, που η δημοκρατία μπορεί να τη χρειάζεται. Και για μία καθαρή πλειοψηφική νίκη είναι σημαντικό να υπάρχει ένα όσο το δυνατόν καλύτερο και ισχυρότερο κόμμα στην αντι­πολίτευση. Διαφορετικά, οι εκλογείς είναι συχνά αναγκα­σμένοι να αφήσουν μία κακή κυβέρνηση να συνεχίσει να κυβερνά, γιατί έχουν λόγους να υποθέτουν ότι «οι διάδοχο», δεν θα είναι καλύτεροι».
Δεν αντιφάσκει η εκ μέρους μου υπεράσπιση του συστή­ματος των δύο κομμάτων με την ιδέα μιας ανοιχτής κοινω­νίας; Δεν είναι η ανοχή ενός πλήθους απόψεων και θεωρι­ών, δηλαδή ο πλουραλισμός, χαρακτηριστική για την ανοι­χτή κοινωνία και την αναζήτηση της αλήθειας εκ μέροιχ της, και δεν θα πρέπει ο πλουραλισμός να εκφράζεται με ένα πλήθος κομμάτων; Η απάντηση μου είναι: Ο σχηματι­σμός κυβέρνησης ή ο κριτικός έλεγχος της εργασίας μια.; κυβέρνησης είναι λειτουργίες που αφορούν τα κόμματα. Στον κριτικό έλεγχο υπάγεται ο έλεγχος της ανεκτικότη­τας της κυβέρνησης έναντι των διαφορετικών απόψεων, ιδεολογιών και θρησκειών (στο βαθμό που αυτές είναι α-νεκτικές: Γιατί οι ιδεολογίες που αντιτίθενται στην ανεκτι­κότητα χάνουν το δικαίωμα σε αυτήν). Μερικές ιδεολογίες θα προσπαθήσουν —με ή χωρίς επιτυχία— να κυριαρχήσουν σε ένα κόμμα ή να ιδρύσουν ένα νέο κόμμα. Έτσι, θα υ­πάρξει ένα παιχνίδι εναλλαγής ανάμεσα σε γνώμες, ιδεο­λογίες και θρησκείες από τη μια μεριά, και τα μεγάλα αντί­παλα κόμματα από την άλλη.
Η σκέψη, όμως, ότι το πλήθος των ιδεολογιών ή των κοσμοθεωρήσεων θα πρέπει να καθρεφτίζεται σε μία πλη­θώρα κομμάτων, η σκέψη αυτή μου φαίνεται πολιτικά λαν­θασμένη. Και όχι μόνο πολιτικά, παρά και κοσμοθεωρητι­κά. Γιατί η στενή σχέση με την πολιτική των κομμάτων μάλλον δεν συμβιβάζεται με την καθαρότητα κάποιου δόγ­ματος.
Σημείωση: Πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό DΕR 5ΡΙΕΟΕΙ, αρ. 32, 3 Αυγούστου 1987. KARL POPPER











Δεν υπάρχουν σχόλια: