Όπως γνωρίζει ο καθένας,
«δημοκρατία» σημαίνει στα γερμανικά «λαϊκή εξουσία»
ή «λαϊκή κυριαρχία», σε αντίθεση με την «αριστοκρατία»
(εξουσία των καλύτερων ή των εξεχόντων) και τη «μοναρχία» (εξουσία ενός
ατόμου). Το νόημα της λέξης όμως δεν μας
βοηθάει περισσότερο. Γιατι ο λαός δεν εξουσιάζει πουθενά: Παντού
εξουσιάζουν οι κυβερνήσεις (και δυστυχώς
επίσης η γραφειοκρατία, δηλαδη οι κρατικοί υπάλληλοι, που μόνο δύσκολα ή και καθόλου μπορούν να τους ζητηθούν ευθύνες). Εξάλλου, η Μεγάλη Βρετανία, η Δανία και η Σουηδία είναι μοναρχίες και συγχρόνως πολύ καλά παραδείγματα δημοκρατιών (με την εξαίρεση
ίσως της Σουηδίας, όπου μια ανεύθυνη φορολογική γραφειοκρατία
ασκεί τώρα δικτατορική εξουσία)· τελείως
αντίθετα από τη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας, που αυτοχαρακτηρίζεται
δημοκρατία - δυστυχώς, όμως, άδικα.
Στην πραγματικότητα
υπάρχουν δύο μορφές κράτους: Εκείνες
όπου είναι δυνατό να απαλλαγεί κανείς από την κυβέρνηση μέσω ψηφοφορίας και χωρίς αιματοχυσία, και εκείνες όπου αυτό
δεν είναι δυνατό. Αυτό είναι το ζήτημα, όχι το πώς
αποκαλείται η μορφή κράτους. Συνήθως η πρώτη μορφή ονομάζεται
«δημοκρατία» και η δεύτερη «δικτατορία» ή
«τυραννίδα». Αλλά το θέμα δεν είναι η φιλονικία για λέξεις (όπως «Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας»). Το
αποφασιστικό σημείο είναι μόνο η
δυνατότητα αποπομπής της κυβέρνησης χωρίς αιματοχυσία.
Για την αποπομπή αυτή
υπάρχουν διάφορες μέθοδοι. Η καλύτερη είναι η ψηφοφορία: Καινούργιες εκλογές ή μια ψηφοφορία σε ένα εκλεγμένο
κοινοβούλιο μπορούν να ρίξουν την κυβέρνηση. Περί αυτού πρόκειται. Συνεπώς
είναι λάθος, όταν δίνει κανείς έμφαση στα ερωτήματα
(όπως γίνεται από τον Πλάτωνα μέχρι τον Μαρξ και ακόμη αργότερα συνεχώς): «Ο λαός (ο όχλος) ή οι λίγοι άριστοι; Οι (καλοί) εργάτες ή οι (κακοί) καπιταλιστές; Η πλειοψηφία η η μειοψηφία; Το δεξιό κόμμα, το αριστερό κόμμα ή ένα
κόμμα του κέντρου;» Όλα αυτά τα ερωτήματα έχουν τεθεί με λανθασμένο τρόπο. Γιατί, για όσο μπορεί κανείς να ξεφορτωθεί την κυβέρνηση χωρίς αιματοχυσία, το
ζήτημα δεν είναι το ποιος κυβερνά. Κάθε κυβέρνηση, την
οποία μπορεί κανείς να ξεφορτωθεί, έχει ισχυρό κίνητρο
να συμπεριφέρεται έτσι ώστε να είναι κανείς
ευχαριστημένος από αυτήν. Και το κίνητρο αυτό
εξαλείφεται όταν η κυβέρνηση ξέρει ότι δεν μπορούν να την ξεφορτωθούν εύκολα.
-Για να δείξω πόσο σημαντική είναι στην πράξη
αυτή η θεωρία της δημοκρατίας, θα ήθελα να την εφαρμόσω στο πρόβλημα του αναλογικού εκλογικού δικαιώματος. Η κριτική μου εδώ σε ένα εκλογικό δίκαιο, ριζωμένο στο τόσο
δοκιμασμένο Σύνταγμα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας, πρέπει να θεωρηθεί απλώς ως προσπάθεια να ανοίξει μία
συζήτηση για μια άποψη που, από όσο γνωρίζω, εξετάζεται σπάνια. Τα Συντάγματα δεν επιτρέπεται να αλλάζουν με επιπόλαιο τρόπο· είναι καλό όμως να συζητάμε κριτικά γι' αυτά, για να κρατήσουμε ζωντανή τη συνείδηση της σημασίας τους.
Στις δημοκρατίες της δυτικοευρωπαϊκής
ηπείρoυ είναι διαδεδομένο ένα εκλογικό
δίκαιο που διαφοροποιείτε ουσιωδώς από εκείνο που
ισχύει στη Μεγάλη Βρετανια και τις Ηνωμένες Πολιτείες, και
που βασίζεται στην ιδεα της τοπικής αντιπροσώπευσης. Στη Μεγάλη Βρετανία καθε κλογική περιφέρεια στέλνει στο κοινοβούλιο έναν αντιπροσωπο: Εκείνον που πήρε τις περισσότερες ψήφους. Το αν
ανήκει σε κάποιο κόμμα ή σε ποιο κόμμα ανήκει δεν κατα γράφεται επίσημα. Καθήκον του είναι να εκπροσωπησει όσο καλύτερα και πιο ευσυνείδητα μπορεί τα
συμφέροντα εκείνων που κατοικούν στην
εκλογική του περιφέρεια, ειτε ανήκουν σε κάποιο κόμμα είτε όχι. Φυσικά υπάρχουν
κομματα και παίζουν μεγάλο ρόλο στο
σχηματισμό κυβερνησεων. Όταν όμως ο αντιπρόσωπος μιας εκλογικής περιφέρειας πιστεύει πως συμφέρει την εκλογική του περιφέρεια
(και ίσως όλον το λαό) να ψηφίσει ενάντια στο κόμμα του, ή και να ξεκόψει από αυτό, έχει καθήκον να το κάνει. Ο Ουίνστον Τσώρτσιλ, ο μεγαλύτερος πολιτικός άνδρας του αιώνα μας, δεν υπήρξε ποτέ οπαδός και άλλαξε κόμμα δύο
φορές. Στη δυτική Ευρώπη τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά. Το σύστημα της αναλογικής επιτάσσει να παίρνει κάθε κόμμα τόσους αντιπροσώπους στο κοινοβούλιο -π.χ. την ομοσπονδιακή βουλή-, ώστε ο αριθμός των βουλευτών των διαφόρων κομμάτων να βρίσκεται σε κατά το δυνατόν ακριβή αντιστοιχία με τις ψήφους που πήρε το κόμμα.
Τα κόμματα αναγνωρίζονται
έτσι από το Σύνταγμα του κράτους και έχουν τα θεμέλια τους στο Σύνταγμα. Και ο μεμονωμένος
βουλευτής εκλέγεται επισήμως ως εκπρόσωπος
του κόμματος του. Έτσι, δεν μπορεί να έχει καθήκον, υπό ορισμένες περιστάσεις, να ψηφίσει εναντίον του
κόμματος του: Είναι, τουναντίον,
ηθικά προσδεδεμένος στο κόμμα του, αφού εξελέγη μόνον ως εκπρόσωπος
αυτού του κόμματος (και σε περίπτωση που δεν
μπορέσει να συμβιβάσει αυτό το
γεγονός με τη συνείδηση του, έχει την ηθική υποχρέωση να παραιτηθεί: ακόμη και αν δεν το επιτάσσει το Σύνταγμα).
Γνωρίζω φυσικά ότι τα κόμματα χρειάζονται.
Κανείς ως τώρα δεν έχει επινοήσει ένα δημοκρατικό
σύστημα που να
τα καταφέρνει χωρίς αυτά. Αλλά τα πολιτικά
κόμματα δεν είναι ιδιαιτέρως ευτυχές φαινόμενο. Από την
άλλη, χωρίς κόμματα δεν γίνεται. Καμία δημοκρατία μας δεν
είναι λαϊκή κυβέρνηση, όλες είναι κυβερνήσεις κομμάτων. Δηλαδή κυβερνήσεις των ηγετών των
κομμάτων. Γιατί όσο μεγαλϋτερο είναι ένα κόμμα, τόσο μικρότερη ενότητα
έχει, τόσο λιγότερο δημοκρατικό είναι, τόσο μικρότερη
επιρροή έχουν αυτοί που το ψηφίζουν στην
κομματική ηγεσία και το κομματικό πρόγραμμα.
Η
πεποίθηση πως μια ομοσπονδιακή βουλή ή ένα κοινοβούλιο που
έχει εκλεγεί με το αναλογικό σύστημα είναι καλύτερος καθρέφτης του λαού και των
επιθυμιών του είναι εσφαλμένη.Δεν εκπροσωπούν το λαό και τις απόψεις του παρα αποκλειστικα την επιρροή των κομμάτων (και της προπαγάνδας) στον πληθυσμό την ημέρα των εκλογων.Και κάνει δυσκολότερο να γίνει η ημέρα των εκλογών αυτό που θα μπορούσε και θα όφειλε να είναι: Μια ημέρα λαϊκής δίκης της κυβερνητικής δραστηριότητας.
Δεν υπάρχει λοιπόν καμιά έγκυρη θεωρία για
τη λαϊκή κυριαρχία — καμία από αυτές που αξιώνουν την
αναλογική εκπροσώπηση. Έτσι, θα πρέπει να ρωτήσουμε
πώς επιδρά στην πράξη η αναλογική εκπροσώπηση. Πρώτον στο σχηματισμό
κυβέρνησης, δεύτερον στην τόσο αποφασιστικής σημασίας δυνατότητα να αποπεμφθεί μία κυβέρνηση.
1. Όσο περισσότερα τα
κόμματα, τόσο δυσκολότερος ο σχηματισμός κθβέρνησης.Αυτο αποδεικνύεται, πρώτον. από
την εμπειρία και, δεύτερον, από τη λογική: Αν υπήρχαν μόνο δύο κόμματα, ο σχηματισμός κυβέρνησης θα
ήταν εύκολος. Η αναλογική
εκπροσώπηση όμως δίνει τη δυνατότητα
και σε μικρά κόμματα να κερδίσουν μεγάλο —και συχνά αποφασιστικό— έλεγχο στο σχηματισμό κυβερνήσεων και, έτσι, στις
πολιτικές αποφάσεις της κυβέρνησης. Ο καθένας θα το παραδεχτεί αυτό: Και
ο καθένας ξέρειότι η αναλογική εκπροσώπηση πολλαπλασιάζει
τον αριθμό των κομμάτων. Αλλά όσο κανείς θεωρεί ότι η
«ουσία» της δημοκρατίας συνίσταται στη λαϊκή κυριαρχία, πρέπει, ως δημοκράτης, να δεχτεί και τις δυσκολίες αυτές, αφού η αναλογική εκπροσώπηση εμφανίζεται τότε ως «ουσιώδης».
2. Η αναλογική εκπροσώπηση όμως, και μαζί ο μεγάλος αριθμός κομμάτων, είναι πιθανό να ασκήσει ακόμα χειρότερη επίδραση σε ό,τι αφορά κάποια μεγάλης σημασίας αποπομπή μιας κυβέρνησης μέσω δημοψηφίσματος, για παράδειγμα μέσω νέας εκλογής κοινοβουλίου:
Πρώτον, επειδή ξέρει κανείς ότι υπάρχουν πολλά
κόμματα και άρα με δυσκολία θα περιμένει πως ένα από τα πολλά κόμματα θα έχει την απόλυτη πλειοψηφία. Έτσι, αν
η προσδοκία αυτή επαληθευθεί, τότε
ακριβώς, το δημοψήφισμα δεν εκφράζεται εναντίον κανενός κόμματος. Κανένα
κόμμα δεν αποπέμπεται, κανένα κόμμα δεν
καταδικάζεται.
Δεύτερον, κανείς δεν περιμένει να είναι η
ημέρα των εκλογών μέρα λαϊκής δίκης για την κυβέρνηση. Μερικές φορές η
κυβέρνηση είναι κυβέρνηση μειοψηφίας και έτσι δεν μπορεί να κάνει αυτό που θεωρεί σωστό, παρά εξωθείται σε παραχωρήσεις· ή είναι κυβέρνηση συνασπισμού,
στην οποία κανένα από τα κυβερνώντα κόμματα δεν φέρει πλήρη ευθύνη.
Έτσι, αποκτά κανείς τη συνήθεια να μην
αποδίδει ευθύνη σε κανένα πολιτικό κόμμα
και σε κανέναν από τους αρχηγούς τους για τις αποφάσεις της κυβέρνησης. Και το
γεγονός ότι ένα κόμμα χάνει, π.χ., πέντε ή δέκα
τοις εκατό των ψήφων του, δεν θεωρείται από κανέναν ως
καταδικαστική απόφαση: ακόμη λιγότερο από τους
εκλογείς, τουςκυβερνώμενους: Καταδεικνύει μόνο μια
στιγμιαία αμφιταλάντευση του πληθυσμού.
Τρίτον: Ακόμα και τότε,
όταν η πλειοψηφία των εκλογέων θέλει να αποπέμψει την
υπάρχουσα κυβέρνηση πλειοψηφίας, δεν μπορεί να το
επιτύχει χωρίς όρους. Γιατί ακόμα
κι αν ένα κόμμα που είχε ως τότε την απόλυτη πλειοψηφία (έτσι ώστε να μπορούν να του αποδοθούν ευθύνες), χάσει την πλειοψηφία, σε καθεστώς αναλογικής εκπροσώπησης
θα συνεχίσει κατά πάσα πιθανότητα να είναι το μεγαλύτερο κόμμα. Έτσι, θα μπορέσει να σχηματίσει κυβέρνηση συνασπισμού με την υποστήριξη ενός από τα μικρότερα κόμματα. Με αυτό τον τρόπο, ο αποπεμφθείς αρχηγός των μεγάλων κομμάτων θα συνεχίσει να κυβερνά — ενάντια στην απόφαση της πλειοψηφίας και εξαιτίας τηο
απόφασης ενός μικρού κόμματος, η οποία θα απέχει πα-ρασάγγας από το να μπορεί να εκφράσει τη «βούληση τον λαού». Φυσικά, ένα τέτοιο μικρό κόμμα μπορεί να ρίξει
μια κυβέρνηση και χωρίς νέες εκλογές, χωρίς νέα
εντολή τον εκλογικού σώματος, και μαζί με τα κόμματα της αντιπολίτευσης να σχηματίσει μια νέα κυβέρνηση - σε κατάφωρη-αντίθεση με την ιδέα στην οποία βασίζεται η αναλογικτ εκπροσώπηση: την ιδέα ότι η επιρροή ενός κόμματος πρέπει να αντιστοιχεί στον αριθμό των εκλογέων του.
Τέτοια πράγματα συμβαίνουν συχνά. Και θεωρούνται
αυτονόητα, όπου υπάρχει μεγάλος αριθμός κομμάτων
και γι αυτό οι συνασπισμοί είναι ο κανόνας.
Είναι απολύτως ορθό ότι
παρόμοια μπορούν να συμβουν και σε μία χώρα στην οποία δεν υπάρχει αναλογική
εκπροσώπηση. Αλλά σε τέτοιες χώρες -για
παράδειγμα στη Μεγάλη Βρετανία ή
στις Ηνωμένες Πολιτείες- έχει αναπτυ-χθεί η τάση να βρίσκονται αντιμέτωπα δύο
μεγάλα κόμματα, που ανταγωνίζονται μεταξύ τους.
Μου φαίνεται πως μία μορφή που καθιστά δυνατό
το δικομματικό σύστημα είναι η καλύτερη μορφή
δημοκρατίας. Γιατί οδηγεί συνεχώς σε αυτοκριτική των
κομμάτων. Όταν ένα από τα δύο μεγάλα κόμματα σε κάποιες
εκλογές εισπράξει ήττα, τότε συνήθως στο εσωτερικό του κόμματος λαμβάνουν χώρα ριζικές μεταρρυθμίσεις. Αυτό είναι συνέπεια του ανταγωνισμού και της ρητής καταδικαστικής κρίσης των εκλογέων, που δεν μπορεί να παραβλεφθεί. Έτσι, μέσω αυτού του συστήματος τα κόμματα αναγκάζονται από καιρό σε καιρό να μαθαίνουν από τα λάθη τους,
διαφορετικά καταποντίζονται. Οι παρατηρήσεις μου ενάντια
στην αναλογική εκπροσώπηση δεν σημαίνουν ότι συμβουλεύω όλες τις δημοκρατίες να εγκαταλείψουν το σύστημα της αναλογικής εκπροσώπησης. Επιθυμώ μόνο να δώσω
μια καινούργια κατεύθυνση στη συζήτηση. Η σκέψη ότι από την ιδέα της δημοκρατίας θα μπορούσε να συναχθεί λογικά η ηθική υπεροχή του συστήματος της
αναλογικής εκπροσώπησης και ότι τα
ηπειρωτικά συστήματα είναι καλύτερα, δικαιότερα ή δημοκρατικότερα από τα αγγλοσαξονικά, εξαιτίας της αναλογικής εκπροσώπησης,
είναι αφελής και δεν αντέχει σε
αυστηρότερη εξέταση.
Συνοψίζοντας: Η άποψη ότι η αναλογική εκπροσώπηση είναι δημοκρατικότερη από το βρετανικό ή το αμερικανικό σύστημα είναι αβάσιμη, επειδή θα πρέπει να στηριχθεί σε
μια ξεπερασμένη θεωρία της δημοκρατίας ως λαϊκής κυβέρνησης (που με τη σειρά της ανάγεται στη λεγόμενη θεωρία του κυρίαρχου κράτους). Η θεωρία αυτή είναι ηθικά σφαλερή και μάλιστα απαράδεκτη. Έχει
ξεπεραστεί από τη θεωρία της αποπεμπτικής εξουσίας της πλειοψηφίας.
Το ηθικό επιχείρημα είναι βέβαια ακόμα
σπουδαιότερο από το πρακτικό, σύμφωνα με το οποίο δεν
χρειαζόμαστε περισσότερα από δυο κόμματα που να επωμίζονται πλήρως την κυβερνητική ευθύνη και που να ανταγωνίζονται μεταξύ τους για να δώσουμε στους εκλογείς την εξουσία να
δικάσουν την κυβέρνηση κατά τις εκλογές. Η
αναλογικτ εκπροσώπηση δημιουργεί τον κίνδυνο να
υποβαθμιστεί εκλογική απόφαση της πλειοψηφίας και, έτσι, η
επίδραστ της εκλογικής ήττας στα κόμματα - επίδραση ευεργετική, που η δημοκρατία μπορεί να τη χρειάζεται. Και για μία καθαρή πλειοψηφική νίκη είναι σημαντικό να υπάρχει ένα όσο
το δυνατόν καλύτερο και ισχυρότερο κόμμα στην αντιπολίτευση. Διαφορετικά, οι εκλογείς είναι συχνά αναγκασμένοι να
αφήσουν μία κακή κυβέρνηση να συνεχίσει να κυβερνά,
γιατί έχουν λόγους να υποθέτουν ότι «οι διάδοχο», δεν θα είναι καλύτεροι».
Δεν αντιφάσκει η εκ μέρους μου υπεράσπιση του συστήματος των δύο κομμάτων με την ιδέα μιας ανοιχτής
κοινωνίας; Δεν είναι η ανοχή ενός πλήθους απόψεων και θεωριών, δηλαδή ο
πλουραλισμός, χαρακτηριστική για την ανοιχτή κοινωνία και την αναζήτηση της αλήθειας εκ μέροιχ της, και δεν θα
πρέπει ο πλουραλισμός να εκφράζεται με ένα
πλήθος κομμάτων; Η απάντηση μου είναι: Ο σχηματισμός κυβέρνησης ή ο κριτικός έλεγχος της εργασίας μια.; κυβέρνησης είναι λειτουργίες που αφορούν τα
κόμματα. Στον κριτικό έλεγχο υπάγεται ο έλεγχος της ανεκτικότητας της κυβέρνησης έναντι των διαφορετικών απόψεων,
ιδεολογιών και θρησκειών (στο βαθμό
που αυτές είναι α-νεκτικές: Γιατί οι ιδεολογίες που
αντιτίθενται στην ανεκτικότητα χάνουν το δικαίωμα σε αυτήν). Μερικές
ιδεολογίες θα προσπαθήσουν —με ή χωρίς επιτυχία— να
κυριαρχήσουν σε ένα κόμμα ή να ιδρύσουν ένα νέο κόμμα.
Έτσι, θα υπάρξει ένα παιχνίδι εναλλαγής ανάμεσα σε
γνώμες, ιδεολογίες και θρησκείες από τη μια μεριά, και τα
μεγάλα αντίπαλα κόμματα από την άλλη.
Η σκέψη, όμως, ότι το πλήθος
των ιδεολογιών ή των κοσμοθεωρήσεων θα πρέπει να
καθρεφτίζεται σε μία πληθώρα κομμάτων, η σκέψη αυτή μου φαίνεται
πολιτικά λανθασμένη. Και όχι μόνο πολιτικά,
παρά και κοσμοθεωρητικά. Γιατί η
στενή σχέση με την πολιτική των κομμάτων μάλλον δεν συμβιβάζεται με την καθαρότητα κάποιου δόγματος.
Σημείωση: Πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό DΕR 5ΡΙΕΟΕΙ, αρ. 32, 3 Αυγούστου 1987. KARL POPPER
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου